Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Κι άλλα εγώ περίμενα

Νόμιζα θα μ' ακουμπούσε και θα μάτωνα.
Πρόκες στην καρδιά θα μου κάρφωνε.
Τα νύχια του βαθιά στο δέρμα μου θα έμπηγε.
Γρατσουνιές βαθιές και τσούξιμο στο σώμα περίμενα.
Χαρακιές και σημάδια.
Κόκκινο, κόκκινο παντού.
Περίμενα.

Και ήταν χάδι.
Τρυφερό.
-Και δεν απόρησα!-
Απαλό.
Και μ' άρεσε.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Τίποτα

Με νύχια και με δόντια κρατιέμαι να μη σκέφτομαι τίποτα αυτές τις μέρες.
Αυτές τις τόσο φριχτά γιορτάρες μέρες σας.
Να μη σκεφτώ για να μη νοιώσω.
Το απόλυτο τίποτα. Είμαι τίποτα. Νοιώθω τίποτα. Ολα τίποτα. Ολα ή τίποτα. Τίποτα! Τίποτα!

Ανώμαλες μέρες.
Γέλια, ευτυχία, πληρότητα σε όλους σας.
Γέλια, ευτυχία, πληρότητα και σε αυτόν.
Γέλια, ευτυχία, πληρότητα χωρίς εμένα και μπορεί.
Κι εγώ μπορώ.
Χωρίς εμένα. Γιατί...
Είμαι τίποτα. Νοιώθω τίποτα. Ολα τίποτα. Ολα ή τίποτα.
Τίποτα.

Ενα κενό.
Της ύπαρξης του, της σκέψης του, του συναισθήματος του, της μνήμης του, των ονείρων του, του πόνου του.
Αφού σας λέω.
Αλήθεια.
Είμαι τίποτα. Νοιώθω τίποτα. Ολα τίποτα. Ολα ή τίποτα.
ΤΙΠΟΤΑ.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Χάνοντας την πίστη

Θα 'μουνα πιστή. Μια ζωή πιστή σε σένα. Το'χα κλείσει το κεφάλαιο εκείνο. Τα λογάριασα όλα. Το ήξερες πολύ καλά πως τα λογάριαζα όλα. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Στην αρχή συμφωνούσες. Με όλα. Αργότερα, δεν έλεγες τίποτα. Νομιζα συμφωνούσες. Με όλα. Στο τέλος, έφυγες και δεν είπες τίποτα. Αλλους λογαριασμούς θα έκανες...άλλα πλάνα ...κρυφά, φανερά. Δεν κατάλαβα τίποτα. Νόμιζα συμφωνούσες. Με όλα.

Το 'χα κλείσει το κεφάλαιο εκείνο. Θα 'μουνα πιστή. Μια ζωή πιστή σε σένα. Και κάθε βράδυ είμαι με άλλον. Αγγίγματα, χαιδέματα, υδρώτας, άρωμα, αίμα, ανάσες, βογγητά, φωνές, πόθος, πάθος. Σάρκα. Σάρκα. Σάρκα.

Θα 'μουνα πιστή. Μια ζωή πιστή σε σένα θα ήμουνα. Και είμαι σε κρεβάτια άλλα, με ακουμπούν άλλα χέρια, άλλα μάτια με κοιτάζουν με λαγνεία, άλλες φωνές μου ψιθυρίζουν πως με θέλουν κι ανατριχίλες άλλες κι άλλες ηδονές...είμαι σάρκα, μόνο σάρκα, όλα σάρκα!

Κι όμως θα 'μουνα πιστή.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Διαβολικό χαμόγελο

Μου μιλάς. Υδρώνω.
Μου μιλάς. Χαμογελώ.
Δεν ακούω τι λες. Χαμογελώ.
Μηνύματα. Δε διαβάζω τι λες. Χαμογελώ.
Τα βράδια. Χαμογελώ.
Δε κοιμάμαι. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι και χαμογελώ.
Μόνη μου, χαμογελώ.
Το στόμα συνήθισε στις εκπνοές. Πονάει απ'το χαμόγελο.
Σκέφτομαι.
Τι μαύρο, τι σκοτεινό, τι φριχτό που ήταν το φετινό καλοκαίρι.
Και χαμογελώ!

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

"Εχει πανσέληνο απόψε κι είν' ωραία"

Αχ, όλα έπρεπε να ' ρθούν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν
[...]
Ολα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σα μάτια
και σα να μου γελάνε.
(Μόνο, Κ. Γ. Καρυωτάκης)

Σε όσες χώρες κι αν ταξίδεψα, σε όσες πόλεις κι αν έζησα, ο ουρανός τα βράδυα δεν φαίνεται ωραιότερος απο όσο σε τούτη δώ τη γειτονιά. Σπίτια χαμηλά, σκοτεινά και χωράφια, πολλά χωράφια, γεμάτα λεμόνια, μανταρίνια (τώρα) και ελιές. Και ο ουρανός πάντα ξάστερος. Πάντα. "Είμαστε μέσα στον ουρανό" μου έλεγε η Μ. Δε μπορούσα να κατραλάβω προς τι ο ενθουσιασμός. Ετσι δεν είναι πάντα ο ουρανός? Γεμάτος αστέρια. Βαριόμουν ελεηνά τις βραδινές εκπαιδευτικές βόλτες με τους θείους απ' τα ξένα και τις διαλέξεις τους για τα αστέρια. "Αυτά εκεί τα τρία είναι η μεγάλη άρκτος". Γιατί δεν πάμε να μαζέψουμε μανταρίνια? Ξέρετε, τα δικά μας είναι κλημεντίνες. Οπως ελεηνά βαριόμουν το μάθημα της Ελεγείας στο Πανεπιστήμιο για την κόμη της Βερενίκης, που στα λατινικά έπρεπε να μάθω πώς έγινε αστερισμός. Θές μανταρίνι? Είναι η εποχή τους τώρα. Ολα τα σπίτια του χωριού μυρίζουν μανταρίνια.

Τη διαφορά την κατάλαβα στις βόλτες που έκανα στις πόλεις που η ζωή με ξενύχτησε. Εψαχνα τα αστέρια, μα τα φώτα, τα χτίρια, τα σύννεφα, πάντα τα έκρυβαν.

Εδώ έχει πάντα ξαστεριά. Πάντα. Απίστευτη ξαστεριά. Μα τους αστερισμούς δεν τους έμαθα ποτέ. Αλήθεια, εσύ τους ξέρεις? Δε συζητήσαμε ποτέ για τα αστέρια. Μόνο για μουσική έλεγες. Μόνο μουσική ήσουν. Είναι πολύ έντονη η μυρωδιά των μανταρινιών. Πλένομαι συνέχεια να φύγει απο τα δάχτυλα μου, τρώ καραμέλες να φύγει απο το στόμα μου και βάζω αρώματα να φύγει απο τα ρούχα μου.

Είναι μαγικός ο ουρανός του χωριού. Κι ειδικά απόψε με το φεγγάρι το ολόγιομο. Ολο αστέρια. Ξεφλουδίζω μανταρίνια. Μετρώ αστέρια. Μετρώ κι απώλειες.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

"Ω, τι θα πείς, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια?" Καρυωτάκης

Ξέρεις, μήνες τώρα ξεφυσάω. Παραβαίνοντας τους νόμους της φύσης, δεν εισπνέω, μόνο εκπνέω, μόνο ξεφυσάω. Με όλη τη δύναμη μου ξεφυσάω.Τη θλίψη απο μέσα μου φυσάω. Να βγεί. Να βγεί. Να βγεί.

Ξέρεις, μέρες τώρα κοιτώ στο κενό, με τη ψυχή μου λεηλατημένη απο τη θλίψη και προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Ανακατεμένες σκέψεις, σκόρπιοι στίχοι, κομματιασμένα όνειρα, μισοτελειωμένα βιβλία, συγκεχυμένα λόγια, καταραμμένη ποιήση, σκοτεινά τραγούδια. Ολα για τη θλίψη μου. Ολα απο τη θλίψη μου. Ειδικά και συγκεκριμένα.

Ξέρεις, για ένα πράμα είμαι σίγουρη πια.
Δε θλίβομαι για ό,τι έγινε.
Ούτε καν σαν σκέψη δεν επιτρέπω (δεν αντέχω) να περάσουν απο το μυαλό μου, πόσο μάλλον να συναισθανθώ γι' αυτά. Οχι.
Θλίβομαι που τώρα πια δεν γίνεται και δε θα γίνεται τίποτα.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Πώς να ξεχάσω έτσι?

Παρασκευή βράδυ με τα κορίτσια βγήκαμε για μουσική. Οι τσέπες μου είναι άδειες, οι κάρτες μου υπερχρεωμένες και χρωστώ πάνω απο 500 ευρώ απο δω κι απο κεί. Μα γουστάρω άγρια live μουσική. Ξαναδανείζομαι και πάω. Νομίζω φέτος δεν έχασα παράσταση σε μουσική σκηνή ροκά που κατέβηκε για αρπαχτή στο νησί. Τους τίμησα όλους. Με τα λεφτά μου.
Ετσι και την Παρακευή. Πήγα να ταξιδέψω με τις μελωδίες τους. Πρώτο τραπέζι πίστα και στο μυαλό μου εσύ. Ο συνειρμός βλέπεις, live μουσική ισούται εσύ τώρα πια στον εγκέφαλο μου. Σε σκέφτομαι με εκείνες τις ηλίθιες πεταλούδες στο στομάχι να με γαργαλούν και να μου προκαλούν μια συνθέμελη ανατριχίλα.
Με ηδονίζει η ατμόσφαιρα του χώρου κ' οι φωνές και τα τσιγάρα και το αλκοόλ και το σκοτάδι κ' οι μυρωδιές κ' οι νότες κ' ο ήχος της κιθάρας, ο ήχος του πιάνου,ο ήχος των τυμπάνων, των τυμπάνων, των τυμπάνων, των τυμπάνων σου!
Στο τραπέζι ένα φυλλάδιο γυαλλίζει. Απλά απο περιέργια παίρνω να το δώ. Διαφημιστικό. Πληροφορία που φουλάρει τον σκληρό δίσκο μου. Τον μπλοκάρει, τον χιλιογρατσουνίζει, τον θρυψαλλοποιεί. Αδύνατο να την επεξεργαστεί. Την άλλη εβδομάδα θα έρθεις να παίξεις. Αδύνατο να το επεξεργαστώ. Η αδυναμία αντίδρασης με πνίγει.
Μα τι στο καλό έπαθαν οι πεταλούδες στο στομάχι μου!

Σάββατο μεσημέρι, αποφασίσαμε με την αδερφή μου να στολίσουμε το δέντρο. Μέρες τώρα μας τρέλλανε η μητέρα να το κάνουμε και όλο δεν βρήσκαμε χρόνο. Σάββατο μεσημέρι, ακυρώσαμε καφέδες και ύπνους, και είπαμε να τελειώνουμε με αυτό. Κάθε χρόνο τρέχω και βάζω και Χριστουγεννιάτικα τραγούδια έτσι για να είμαστε πιο πολύ στο κλίμα. Φέτος καμιά μας δεν είχε όρεξη, ούτε για στολίσματα ούτε για τραγούδια και άνοιξα για παρέα την τηλεόραση. Και πέφτω πάνω σου. Αδυνατώ να το επεξεργαστώ ξανά. Η αδυναμία αντίδρασης με πνίγει για άλλη μια φορά. Μου το χες πεί εκείνη την μέρα πώς ήρθε η εκπομπή για γυρίσματα. Δεν ήξερες πότε θα την έδειχναν. Ούτε και για την εκπομπή ήσουν σίγουρος και γω δεν ρώτησα πολλά πολλά μη φανώ αδιάκριτη. Και να 'σαι μπροστά μου, μετά απο μήνες, εκεί, να, εκεί.
Δεν αντιδρώ, παγώνω. Παγώνω, δεν αντιδρώ.
Μα τι στο καλό έπαθαν οι πεταλούδες στο στομάχι μου! Σταματάτε!

Κυριακή πρωί. Ξυπνώ με την ψυχή μου χιλιοκομματιασμένη γι άλλο ένα πρωί. Η μόνη μου σκέψη εσύ. Απανοτά χτυπήματα δυο μέρες τώρα. Ηθελα βόλτα με το αυτοκίνητο να ξεσκάσω. Μόνη μου. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Εσύ. Αλλάζω σταθμό. Εσύ. Εσύ. Εσύ.

Παντού εσύ.
Ολα εσύ.
Δεν το κηνυγώ.
Πίστεψε με!
Μα παντού εσύ!
Και πώς να σε ξεχάσω έτσι?

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Not Responding

Χτύπησα το όνομα του στο πληκτρολόγιο. Βρήσκω τη σελίδα του. Το κάνω κάθε μέρα. Ούτε που ξέρω το γιατί. Αλλη μια απόδειξη του ξεπεσμού μου. Δεν ήμουν έτσι. Δεν υπήρξα ποτέ ξανά έτσι. Είναι πια το μόνο πράμα που μπορώ να μάθω γι'αυτόν, αν άνοιξε τον υπολογιστή του... τώρα, τι σημασία έχει δε μπορώ να καταλάβω. Κρυφά, ακόμα και απο μένα την ίδια, με φοβάμαι, ελέγχω και το status του. Τι ανακούφιση που γράφει ακόμα single.

Σήμερα δε μου την ανοίγει. Αργεί πολύ... και δεν έχω υπομονή. Για τίποτα πια. Πατώ με νεύρο τα πλήκτρα. Ctrl-Alt-Delete. Μου βγάζει Not Responding. Εμένα μου λες.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Και τώρα τι θα γίνω χωρίς να περιμένω

Εμαθα να περιμένω. Χρόνια περίμενα. Πάνω απο τηλέφωνα, μπροστά από υπολογιστές, πίσω απο παράθυρα...περίμενα. Αγωνίες, λαχτάρα, αχ, αυτή η αναμονή... Για να δώ το πάθος σας, απεκοίμιζα το δικό μου. Περιμένοντας. Ενα λεπτό ζητούσα. Τίποτα περισσότερο. Πώς μηδένισα τα θέλω μου...ένα λεπτό σημασίας. Και το διαθέτατε σπάνια. Κι εγώ περίμενα αυτό το ένα λεπτό. Πώς με έστελνε στους έβδομους ουρανούς... πώς με βύθιζε στα μαύρα τάρταρα. Οταν ερχόταν κι όταν δεν... Οχι απαραιτήτως αντιστοίχως ανάλογα.

Και το πρωί εκείνο... Πώς μου ήρθε! Γιατι μου ήρθε! Μήνες βέβαια το ένιωθα. Δεν άντεχα να περιμένω άλλο. Κουράστηκα. Δεν έμεινε άλλη υπομονή. Το έβλεπα εντελώς ανόφελο, ανούσιο. Και ανήθικο. Ετσι το είδα εκείνο το πρωί. Ανήθικο που με είχαν να περιμένω τόσα χρόνια.. ένα λεπτό σημασίας. Και τι φωνές εκείνο το πρωί! Μη σώσω να το έχω ποτέ ξανά εκείνο το λεπτο! Δεν το θέλω το λεπτό σας! Κανένα λεπτό πλέον! Και το πίστεψαν. Ξελαφρωμένοι και ξέγνοιαστοι, χωρίς την υποχρέωση κάποιου λεπτού, την προετοιμασία της δικαιολογίας, το κάλυμμα του ψέματος, εξαφανίστηκαν.

Και δεν έχω να περιμένω τίποτα πια.
Δεν έχω ένα λόγο να παίρνω το τηλέφωνο μαζί μου, ένα λόγο να ανοίγω τον υπολογιστή, να στέκομαι μπροστά απο το παράθυρο, να κοιτώ, να ξυπνώ, να ετοιμάζομαι, να βγαίνω, να μπαίνω, να ζώ...



"Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
Και είπανε πώς βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις"

Περιμένοντας τους Βαρβάρους
Κ. Π. Καβάφη