Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Ολα Είναι Πάλη

Δάκρυα έσταζαν στο χέρι μου, στο χέρι που κρατούσε τη λαμπάδα και η λαμπάδα έσταζε στο ίδιο χέρι μα μ' άρεσε γιατί είχε παγωνιά και ζεσταινόμουν. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί έσταζαν τα μάτια μου, ήταν και όλη αυτή η χαρά του κόσμου και ο πάτερ που δε σταματούσε να λέει το Χριστός Ανέστη και παρατηρήσεις, ήτανε και η αδερφή μου που δεν το χώνευε οτι πέθανε ο αγαπημένος της ψάλτης και δεν της άρεσε η λειτουργία με φωνή άλλων, ξένη μου είπε, σιγά όλα ξένα της είπα και ήταν και τα μάτια μου που δάκρυζαν και το μυαλό μου που αποφάσισε να πάει τόσα χιλιόμετρα ταξίδι κι εγώ το πάλευα με εντολές και ικεσίες "σε παρακαλώ μείνε ανέκφραστη". Ηθελα να στεκόμουν εκεί ανέκφραστα ανέκφραστη μα γαμώτο τα μάτια μου έσταζαν και το κερί έσταζε κι εγώ πάλευα να μείνω όρθια στα ξυλιασμένα μου πόδια απο το κρύο ανέκφραστη.
Χριστός Ανέστη και καμπάνες και φώς και χρώμα και ο πάτερ φώναζε στον κόσμο να προσέξει τα κεριά του να μην στάζουν στις πλάκες της εκκλησίας του. Και στην πρωινή λειτουργία σκυλόβριζε τάχα δεν είχε τάξη και δεν είχε ησυχία και γιατί να θυμηθούν όλοι να κοινωνήσουν Αγιο Σάββατο κι έβλεπα τα κουρασμένα μάτια των συγχωριανών να χαμηλώνουν κι εγώ πάλευα και τότε να μείνω εκεί ανέκφραστα ανέκφραστη ώσπου να έρθει η σειρά μου να κοινωνήσω. Ούτε που θυμόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που το ξανάκανα, μπορεί να πέρασαν και δέκα χρόνια, μα δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ, μόνο τον πάτερ θυμάμαι πάντα να κάνει παρατηρήσεις και να φωνάζει κι εγώ να τον φοβάμαι όπως όλοι που χαμηλώνουν κάθε φορά τα μάτια.
Χριστός Ανέστη και τα μάτια μου έσταζαν και η παγωνιά είχε διαπεράσει το δέρμα μου και είχε φτάσει στα κόκκαλα μου και σκεφτόμουν πως η μαμά δεν θα άντεχε που έχει σπασμένο το σπόνδυλο της και όλες αυτές οι κυρίες που εβδομάδες τώρα καθάριζαν τα σπίτια τους χωρίς ξεκούραση και οι αγρότες, αφού οι περισσότεροι είναι αγρότες στο χωριό και όλοι που κάνουν τη καθημερινή τους πάλη, μικρή μεγάλη, στο προαύλιο Χριστός Ανέστη αναμειγμένα με παρατηρήσεις και φωνές, να άντεχαν?
Χριστός Ανέστη τελευταίο και φιλιά κι αγκαλιές οι χωριανοί, φιλιά κι ευχές οι φίλοι και τα μάτια μου ποτάμι έσταζαν και ήξερα το γιατί μα πάλευα να μην ξέρω, πάλευα να χαμογελάσω, πάλευα να δώσω εντολή στα πόδια μου να σηκωθούμε και να φύγουμε και μηχανικά υπάκουα και σκεφτόμουν πως έτσι μάλλον κέρδιζα την πάλη μου και κατέληξα πως τελικά όλα είναι πάλη. Μια βάναυση πάλη και μια ατέρμονη πάλη, μια πάλη για τη νίκη που πρέπει να πετύχεις, μια πάλη τουλάχιστον για ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα, να ξέρεις τώρα έχασες γι' αυτό και κλαίς, τώρα κέρδισες γι' αυτό και χαμογελάς μα όταν κλαίς και χαμογελάς μαζί και δεν ξέρεις και νιώθεις προδομένος απο τα συναισθήματα κι απο τη δύναμη και απο τις αντοχές σου και σου 'ρχονται τότε στο μυαλό όλες οι προδοσίες που βίωσες και ο πιο μεγάλος προδότης στη ζωή σου και -Θέ μου- είναι αυτός και κλαίς.
Κυριακή του Πάσχα και να κλαίς?