Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Αυτό το παρελθόν είναι άλλου

Κοιτώ. Δεν βλέπω τίποτα.
Ψαχουλεύω. Δεν βρήσκω τίποτα.
Τίποτα δεν έμεινε πια.
Απο την πληγή και το αίμα. Τίποτα.
Κανένα σημάδι.
Λες και δεν συναίβηκε ποτέ.

Συναίβηκε?
Οχι σε μένα.

Ξένο.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

"Πήγα σε μάγισσες σε χαρτορίχτρες"

"Εσύ πέρασες μια μεγάλη στενοχώρια." Ετσι ξεκίνησε η Ευη. Την πέρασα, της είπα. "Σε τρώει το γιατί." Σιγά δε με νοιάζει..., εντάξει με τρώει. "Μην το ψάχνεις." Κι αυτός έτσι έλεγε... "Εχει βρεί άλλη τώρα, απλά για να το ξέρεις και στο λέω γιατί βλέπω πως δεν τον θές". Δεν τον θέλω. "Δεν τον θες." και χαμογέλασε η Εύη. "Αφού κόρη θορώ άλλον εδώ, κοίτα!" μου δείχνει το φλυτζάνι, χαμογέλασα εγώ αυτή την φορά. Συνέχισε για τη δουλειά, για την οικογένεια, για τις φίλες, έλεγε και φιλοσοφίες η Εύη "την τύχη μας εμείς την ορίζουμε αλλά το πεπρωμένο είναι προδιαγραμμένο" και τέτοια έλεγε η Εύη την Παρασκευή το απόγευμα που πήγα να μου διαβάσει τον καφέ! Οχι, δεν είχα ξαναπάει, οχι, δεν πιστεύω πως η τύχη και το μέλλον μπορούν να βρεθούν στον πάτω ενός φλυτζανιού απο καφέ και οχι, δεν πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν "χάρισμα" να διαβάζουν τα κατακάθια (!) που και να το είχαν δηλαδή δε θα το χρέωναν δώδεκα ευρώ, αλλά τέλοσπάντων.. το μουρμουριτό των κοριτσιών, το γεγονός ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω και η τεράστια μου ανάγκη να ακούσω κάτι καλό, όσο βλακεία και να ήταν, με οδήγησαν στο σπίτι της Ευης της καφετζούς.
Στον πέμπτο όροφο, μιας παλιάς πολυκατοικίας, κοντά στην πράσινη γραμμή ζεί μαζί με τον βρώμικο σκύλο της η Ευη με τα τεράστια μαύρα νύχια. Αδύνατη και ρακένδυτη, με μια περίεργη προφορά που έκανα το λάθος να την ρωτήσω απο πού είναι και λες και την έθιξα μου τόνισε πως είναι απο την Κύπρο γεγονός που σίγουρα δεν είναι αλήθεια. Το μόνο που μου είπε για τον εαυτό της και έμαθα πως το λέει σε όποιον πάει είναι πως κάποτε ήταν παντρεμένη, την απάτησε ο σύζυγος κι αυτή το είχε δει στον καφέ και τον επακέταρε.
Ομολογουμένως καλά μάντευε η Ευη. Δεν μου είπε τίποτε άσχετο, για μια άγνωστη κυρία που πρώτη φορά με έβλεπε μια χαρά ήξερε τι συμβαίνει στη ζωή μου. Δεν κάθισα να αναρωτηθώ απο πού και ως πού, ούτε και που ασχολήθηκα, εξάλλου πήγα να μου πεί το μέλλον και τίποτα γι' αυτό δε μου είπε, όλα τα υπόλοιπα τα ήξερα, εγώ τα έζησα, λεπτό το λεπτό με εκπνοές και κλάματα...

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

"Ο καφές σου έχει κρυώσει"

Ο καφές αχνίζει μέσα στην κούπα. Μπροστά μου. Κι εγώ κοιτώ τους ατμούς. Τους κοιτάω. Με τα μικροσκοπικά, γεμάτα μοιωπία μάτια μου, τα γεμάτα φλεβίτσες απο τη χρόνια χρήση φακών επαφής μάτια μου, τα γεμάτα κούραση αλλά στεγνά πια (εδώ χαμόγελο) μάτια μου. Δε με προίκισε και με κανένα καλό χαρακτηριστικό αυτή η φύση. Ούτε και με κανένα γερό οργανισμό, 10 μέρες άρρωστη τώρα προσπαθώ να έρθω στα σύγκαλά μου. Ούτε και με καμιά δυνατή προσωπικότητα, με κανένα υψηλό IQ ή EQ. Πολύ τσιγκούνα μαζί μου. Δεν έχω παράπονο. Για τίποτα. Πασαλίβομαι μπογιές, καταπίνω χάπια, διαβάζω Descartes μπας και βελτιώσω την κατάσταση. Ο,τι μπορώ και ξέρω.

Κοιτώ τους ατμούς και σκέφτομαι ταξίδια και βόλτες στη θάλασσα. Και βουτιές. Ναι, βουτιές στη θάλασσα. Μυρίζομαι, γεύομαι και βλεπω μπλέ αλμύρα. Κι ο αέρας φρέσκος, θαλασσινός μου χαιδεύει το βρεγμένο σώμα. Και κλείνω τα μάτια. Να απολαύσω το άγγιγμα, τη μυρωδιά, τη γεύση, την αίσθηση...την μπλέ.

Χτυπά το τηλέφωνο. Ανοίγω τα μάτια. Ο καφές σταμάτησε να αχνίζει. Μαζί του και το μυαλό μου να ταξιδεύει. Πραγματικότητα. Αέρας κλιματιστικού. Μυρωδιά καφέ. Χρώμα καφέ. Γεύση καφέ. Πικρού καφέ.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

"Ενα μονάχα λαχταρώ"

Κάθε φορά που σε ρωτούσα πού έχεις γράψει την ημερομηνία λήξης, θύμωνες.
Λήξη? Ποτέ.
Πώς τολμούσα, πώς δεν ντρεπόμουν, πώς διανοούμουν τέτοιο πράγμα! Θιγόσουν.
Κι εγώ κοκκκίνιζα. Εσκυβα το κεφάλι μη με δείς που κοκκίνιζα, έκλεινα τα μάτια κι αποκοιμιόμουν με το χαμόγελο εκείνο της ικανοποίησης, της ασφάλειας, της σιγουριάς.

Μόνο αυτόν τον ύπνο λαχτάρησα.
Μετά την ημερομηνία λήξης. Που μου' πες και δεν περίμενα.
Μόνο αυτόν τον ύπνο λαχτάρησα. Με το χαμόγελο. Με τα αισθήματα εκείνα που χάθηκαν, για πάντα. Μαζί με όλα τ΄άλλα που χάθηκαν. Και δεν τα πόθησα ποτέ ξανά.
Τα τόσο μη αναμενόμενα χαμένα. Μόνο τον ύπνο εκείνο, της ηρεμίας, της ασφάλειας και της σιγουριάς που μυρίζει αντρίλα, λαχτάρησα.