Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Queen of Cool


Το χειρότερό μου άμα βγαίνω έξω είναι να πετυχαίνω παλιούς γνωστούς. Γνωστούς από το σχολείο, το χωριό, τα Πανεπιστήμια που έχει διακόσια χρόνια τούρκικα να δω. Άμα τους καταλάβω πρώτη, φροντίζω να κρύβομαι πίσω από μενού, να μπαίνω ολόκληρη στην τσάντα μου και να κάνω πως κάτι ψάχνω, να αρπάζω κανένα από δίπλα να φιλώ. Δεν είναι πως δεν χαίρομαι να βλέπω τα πλάσματα, δεν χαίρομαι να ακούω νέα τους, πως προχωρούν κι ευτυχούν. Είναι πως μετά από αυτή τη χαρά θα ακολουθήσει εκείνο το ΕΣΥ? Κι εγώ?


Κι εγώ εδώ. Χωρίς καμιά δουλειά της προκοπής, χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς άντρα. Αυτή είναι η περίληψη της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι είναι το περιεχόμενο της ζωής μου. OMG!!!


Αυτό το εν επέτυχα τίποτε στη ζωή μου εκόλλησε σαν σφήνα από χθές στον εγκέφαλό μου. Είπα να το συζητήσω με την Ελένη σαν επαίζαμε μπιρίμπα. Άσε, μου λέει, γιατί αν κάτσω να σκεφτώ τι έχω κάνει εγώ στη ζωή μου θα πρέπει να αυτοκτονήσω. Κι έτσι έμεινε ασυζήτητο. Μετά πήγα να το συζητήσω με τον Χάρη που με ξεπέταξε "'Εκαμες μου τα φράππες, μια χαρά είσαι. Παοκάρα Ελένακι μου, είναι το πιο ωραίο ΣΚ, ενίκησε η Παοκάρα και Ομόνοια σhύλλα ρεε!" Του΄πα να πάει να βρει καμιά γκόμενα και πήγα στα κορίτσια. Εκεί δεν τολμώ να κλαφτώ. Την μιζέρια μου την έχουν απαγορεύσει. Τρώμε μαρουλόφυλλα και συζητάμε για το φόνο, κανονίζουμε διακοπές κι αναλύουμε σχέσεις. Δεν ξέρω γιατί, έτσι που μας έβλεπα, είχα μια τεράστια ανάγκη να τις αγκαλιάσω και να τους αφιερώσω Χαρούλα.


Πάντα γι' άλλα μιλάμε

πάντα γι άλλους μιλάμε

έτσι δεν πονάμε

έτσι ξεχνάμε.


Κι έτσι και το εν επέτυχα τίποτα στη ζωή μου δεν συζητήθηκε ποτέ. Και το πρωί σήμερα ξύπνησα μέσα στο άγχος και τον πανικό. Μισώ το τούτο το συναίσθημα. Τούτο το what's the point. Και πληθαίνουν γαμώτο μου τα πρωινά που έχουν αυτό το συναίσθημα. Γίνεται να μην υπάρχει νόημα? Κι αν υπάρχει πούντο?

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Totally Blonde

Μετράω τον καιρό που περνά με τη ρίζα των μαλλιών μου που κατεβαίνει. Σκούρυνα. Μέσα έξω. Πήρα την απόφαση να γίνω κατάξανθη. Προχθές στον καφέ ένας άγνωστος έστειλε ένα χαρτάκι με το σερβιτόρο "Μ΄αρέσει η ξανθιά". Κι εξαφανίστηκε. Κι εγώ το αποφάσισα. Θα γίνω πιο ξανθιά. Να του αρέσω πιο πολύ.

Κι είσαι κι εσύ που θυμώνεις με κάθε μου βλακεία και φωνάζεις "Μα είσαι εντελώς ξανθή?!" Και το αποφάσισα, θα γίνω εντελώς ξανθή. Να μην απορείς πια. Ώρες-ώρες νομίζω δε με ξέρεις καθόλου. Αναρωτιέμαι. Δεν το βλέπεις πως απλά προσπαθώ να ξεκολλήσω τη μιζέρια που κόλλησε σαν βεντούζα πάνω μου?

Αυτός είναι κι ο λόγος που τρέχω στα γήπεδα της πόλης. Ο χειμώνας αυτός είναι εξαιρετικά άπρακτος. Κι αναίσθητος. Κι ασυλλόγιστος. Κι αμίλητος. Κι ακίνητος. Κι εγώ θα βάψω τα μαλλιά μου κατάξανθα. Να με ξεχωρίζεις στις κερκίδες του γηπέδου, ανέκφραστη να παρακολουθώ.

Μόνο τους Πόντιους και τους Πακιστανούς της Ρηγαίνης σκέφτομαι. Ακόμα και τώρα, όταν κατεβαίνω για βόλτα μου μιλούν ρώσικα ή βουλγάρικα, περνώντας με για βιζιτού που κατέβηκε να πάρει καινούρια στριγκάκια για τη δουλειά. Κι εγώ να αγριοκοιτάζω. Μα κι έτσι ακόμα, δεν πειράζει. Θα βάψω τα μαλλιά μου κατάξανθα. Όπως ακριβώς δεν σου αρέσουν. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν σου άρεσα. Σαν γυναίκα. Όπως θα θελα. Και το θέμα είναι πως δε με νοιάζει πια. Νόημα έχει από δω και πέρα η επόμενη μέρα. Που θα΄ναι ολόξανθη.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Φίφτυ-φίφτυ

"Εγώ πολύ τον στερήθηκα τον άντρα. Σ΄ όλη τη νιότη μου. Το βράδυ που χωρίζαμε με τα κορίτσια, στεκόμουνα λίγο και τις κοιτούσα πως έφευγαν. Έσκυβα το κεφάλι και γύριζα στο σπίτι. Έλεγα καμιά φορά, να' χα ένα αγόρι και γω, να μου λέει - Σ' αγαπάω, ρε Ελένη- όπως γίνεται στα φιλμ. Κ΄έλεγα πάλι- τι να μου ζηλέψει εμένα, τι να μου βρει για να μ΄αγαπήσει?

Άντρα δικό μου και τώρα δεν έχω. Και δικό μου, σύζυγό μου δηλαδή και τα τέτοια, δε θέλω να΄χω. Δεν μπορώ να τον φανταστώ τον εαυτό μου να ζούμε με κάποιον άντρα πάντα μαζί. Το βράδυ που θέλω να συλλογιέμαι, να κάνω λογαριασμούς- τι θα γίνει μ' αυτόν? Θα μ΄ενοχλεί, θα διακόπτει το νήμα των ιδεών μου, που λένε- θα τσακωθούμε. Και πότε θα πάω στην λεωφόρο? Θα γκρινιάζει πάλι, πάλι θα τσακωθούμε. Δεν φτάνει, λοιπόν, που δεν έχω οικογένεια δική μου, όπως πρέπει στον άνθρωπο, έχω και τις θεωρίες μου αποπάνω - εναντίον του γάμου. Θρησκεία, πατρίς, οικογένεια -τίποτα δεν έχω απ' αυτά. Αδέσποτη με τα όλα μου.

Φαίνεται ωστόσο πως μέσα μου δεν έχω το φίλτρο που λένε. Τις γάτες μονάχα που τις έχουνε κλεισμένες στο δωμάτιο, τους έρημους σκύλους, τα μεγάλα ποντίκια με την αιώνια τους πείνα, τ' άρρωστα παιδιά και τις άσχημες γυναίκες -αυτά μονάχα τ΄ανυπεράσπιστα ζώα αγαπάω. Και σκέφτομαι πως πρέπει να την φοβήθηκα την αγάπη. Να μην τον πάρεις στον λαιμό σου τον άλλο, φεύγεις καλύτερα, μαθαίνεις να φεύγεις. Κ΄είναι κι ο άλλος, φοβάται κι αυτός από σένα.

Αλλιώς τον άντρα, δε μπορώ να πω πως τον στερούμαι και τώρα. Το Σάββατο βράδυ -όχι βέβαια κάθε βδομάδα, γίνεται η έξοδος. Πλένομαι τ΄απόγευμα στη μωρουδίστικη μπανίερα μου. Ξεκρεμάω το καλό το φορέμα μου. Έτοιμη για το μπαρ, κανένα νάιτ κλαμπ στη μεγάλη λεωφόρο. Κάποτε πηγαίνουμε μαζί με τα κορίτσια - είναι λίγο άβολο να κάθεσαι μόνη σου, νομίζεις πως όλοι εσένα κοιτούνε, σε βλέπουν, ξέρουνε το σκοπό σου. Κάποτε, ωστόσο, θέλω να πάω μοναχή μου -και πάω μοναχή μου. Μπαίνοντας στο μαγαζί κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι τσίφτισσα.

Όλο και κάτι γίνεται. Δεν είμαι βλέπεις και καμιά ασκημομούρα ή αρρω στιάρα. Κ΄έμαθα και λίγο πως πρέπει να φέρνεσαι. Διαλέγω τον άντρα - σηκωνόμαστε και καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, μιλούμε λίγο, χορεύουμε λίγο, ύστερα του λέω να πάμε σπίτι του. Πάμε, περνούμε καλά. Το πρωί μου δίνει και καφέ.

Τίμιος κόσμος -επειδής είναι λεύτερος. Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος. Δε θέλουνε τίποτα, δε λένε ψέματα, δεν έχουν υποκρισίες, δεν το κρύβουνε γιατί βγήκανε αυτό το βράδυ. Φίφτυ- φίφτυ τον έχουν τον έρωτα όσα δίνεις τόσα παίρνεις.

Χωρίζουμε την Κυριακή το πρωί. Εγώ του λέω να ξαναιδωθούμε. Εκείνος γελάει ευχαριστημένος μα πολύ σπάνια να το πούμε το πότε. Τ΄αφήνουμε έτσι- δε ρωτάμε για το πότε. Και τότες είναι το τέλος -εντστασιόν κι από δω. Την Κυριακή που μένεις πάλι μοναχή, το σκέφτεσαι πάλι. Για το φίφτυ-φίφτυ που δεν πάει μακρύτερα απ΄όσο κρατάει. Και σκέφτεσαι τότε και τον άντρα, αυτόν τον καλό τον άντρα που αγκάλιασες, πόσο πρέπει να ΄ναι στερημένος κι αυτός και πολύ μοναχικός σαν εσένα. Και δεν είπατε τίποτα γι' αυτά, βιαστήκατε να ΄ναι σβησμένο το φως και να μη βλεπόσαστε."


[Το κείμενο είναι παραλλαγή, τροποποίηση και προσαρμογή αποσπάσματος από το Διπλό Βιβλίο του Χατζή- ελπίζω να μην είναι πολύ ιερόσυλο αυτό που έκανα-. Όπως και να 'χει είναι ο αγαπημένος μου.]



Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Για τη νέα χρονιά.

Αυτό που με τρομάζει πια είναι πως οι χρονιές περνούν και οι επιθυμίες της ζωής μου μένουν ανεκπλήρωτες.
Κάθομαι κι αθροίζω με δέος σπαράγματα.
Κι ανακαλύπτω κάτι ακόμα χειρότερο.
Οχι μόνο δεν εκπληρώνονται, χάνονται κιόλας.
Φοβάμαι μη ξυπνήσω μια μέρα και δεν επιθυμώ τίποτα πια.
Και τότε τι?

* Μια επιθυμία μου να εκπληρωνόταν για φέτος και τι στον κόσμο.
* Αν αυτή την στιγμή έχω εκατοντάδες επιθυμίες, δεν έχω ούτε μια σάρκινη.
* Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως μ' έχουν κόψει σε χίλια κομμάτια οι βροχές και τα φαντάσματα.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

"Είναι πια ανώφελο να επιμένω"


'Εκανα flashback 20 χρόνια σήμερα το πρωί την ίδια σκηνή δεκάδες φορές, όσο διήρκησε το ταξίδι μου από το χωριό στο αεροδρόμιο. Είμαι στο χωριό με τον ξάδερφο μου 6, 7 χρονών και παίζουμε στα χώματα και περπατά στο πόδι του ένα μυρμηγκάκι.

Εγώ: Κοίτα ένα λιμπουρούι

Ξάδερφος: Μυρμήγκι είναι

Ε: Όοοοχι ε λιμπουρούι

Ξ: 'Οχι, μυρμήγκι είναι

Ε: Αφού ε λιμπουρούι!!

Ξ: Μυρμήγκι είναι!

Ε: Ε λιμπουρούιιιιιιιι

Ξ: Μυρμήγκιιιιιιι

Ε: ΛΙΜΠΟΥΡΟΥΙ!!!!!

Ξ: ΜΥΡΜΗΓΚΙΙΙΙΙΙΙΙ

Ε: Μάμαααααα!!!!(Ακολουθούν κλάματα και οδυρμοί)

Είναι η μόνη ανάμνηση που έχω με τον ξάδερφο μου, ο οποίος είκοσι χρόνια μετά θυμήθηκε την Κυπριακή του καταγωγή και ήρθε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία εδώ, όχι βέβαια γιατί τον πήρε ο πόνος, αλλά γιατί άμα είσαι μισός Κύπριος και άνω των 25 κάτι παίζει και η θητεία είναι κατά πολύ μειωμένη. Οικογενειακή αποστολή σε 'μένα βεβαίως-βεβαίως να πάω να τον παραλάβω από το χάραμα του φου με δεκάδες ευλογίες να φέρω το σωστόν άνθρωπο γιατί κανείς δεν τον έχει δει εδώ και είκοσι χρόνια. Πολύ το χάρηκα να πω την αλήθεια, παρόλο που καταταλαιπωρηθήκαμε, αφού με έβαλε να πάμε στην στρατολογία και περιμέναμε εκεί 2 ολόκληρες ώρες γιατί είχε πάρα πολλούς φαντάρους, μα δεν πειράζει. Δεν είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω. Ξάδερφος ο ξάδερφος, αλλά ούτε που τον ξέρω, λες και έκανα καινούρια γνωριμία. Πες ότι γνώρισα έναν νέο άνθρωπο. Γράψε κέρδος στο τέλος της μέρας. Τον παρέδωσα στη γιαγιά που τον υποδέχθηκε με πολλή αμηχανία και τον ρωτούσε ποιός είναι! Του είπα να ξεκουραστεί και θα πάω το απόγευμα να τον πάρω να κάνουμε tour στη Λευκωσία. Χάρηκε νομίζω γιατί κατάλαβε πως θα κόψει τις φλεβες του τρεις μέρες με τη γιαγιά. Δεν το κάνω από την καλή μου την καρδιά. Για μένα το κάνω. Χρειάζομαι να απασχολώ συνέχεια κάπως το μυαλό μου, να είμαι συνέχεια με κόσμο, οτιδήποτε τέλος πάντων αρκεί να μη μένω μόνη μου να σκέφτομαι. Εκουράστηκα απίστευτα να κάθομαι να περιμένω να δείξει λίγο ενδιαφέρον. Δε θέλω άλλο. Φεύγω.