Το κακό με το να είσαι άθρησκος είναι πως μέσα σου ξέρεις πως αυτοί που πρέπει να πληρώσουν για όσα κακά έχουν κάνει δε θα τιμωρηθούν ποτέ. Κι εσύ μένεις έτσι. Ανεξιλέωτος. Αυτό είναι που προσπαθώ να αποδεχτώ αυτές τις μέρες. Πονάει. Μα τα πράγματα έτσι έχουν. Έτσι μου δείχνουν τέλος πάντων.
Και το χειρότερο. Δεν έχουνε συνείδηση. Όχι οι άθρησκοι, αυτοί που πρέπει να πληρώσουν. Γιατί εντάξει, να μείνεις ατιμώρητος, μέσα σου είσαι ήσυχος? Πώς κοιμάσαι τα βράδια? Είσαι ήσυχος?
Πολλά περιμένω μάλλον από τους ανθρώπους.
Σήμερα ξύπνησα με μάτια πρησμένα τόσο που δύσκολα μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά. Και το κεφάλι μου πονάει τόσο που νομίζω θα εκραγεί. Θα κάνει μπαμ. Χαμόγελο. Κοιμήθηκα λίγο. Γύρισα 5 το ξημέρωμα. Έβγαλα σανδάλια, σωριάστηκα στο κρεβάτι έτσι ντυμένη και βαμμένη κι έβαλα τα κλάματα. Τέτοιες στιγμές είναι που θέλω να πεθάνω και κάνω μακάβριες σκέψεις και τέτοιες στιγμές κλαίω τόσο πολύ που δεν μπορώ να αναπνεύσω και νοιώθω να πνίγομαι και τέτοιες στιγμές μετά φοβάμαι τόσο πολύ που δε θέλω τίποτε άλλο παρά μόνο να ανασαίνω.
Η μουσική σταμάτησε, τα φώτα άνοιξαν, οι σερβιτόροι βιαστικά μάζευαν τα ποτήρια από τις φωσφοριζέ γλάστρες, ο κόσμος εξαφανίστηκε. Κι εμείς μείναμε βουβές κι ακίνητες. Να φυσάμε καπνούς τα όνειρά μας. Από το ταβάνι κρέμονται παπαρούνες. Χαμόγελο.
Αρνούμαι να αποδεχτώ το μη νόημα.