Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

"φλου, φίλε μου όλα είναι φλου"

Τον τελευταίο καιρό νοιώθω πως όλη μου η ζωή κρέμεται από μια κλωστή. Είναι δηλαδή όλα τόσο στο όριο που χρειάζομαι μια μόνο ακόμα αναποδιά για να ανατιναχθούν όλα. Και είμαι πιο σίγουρη γι΄αυτή την αναποδιά παρά για οτιδήποτε άλλο.
  
Μέχρι τότε τριγυρνώ στη πόλη. Πίνω καφέδες κάτω από στολισμένα δέντρα, περπατώ σε δρόμους διακοσμημένους με τεράστια αστέρια κι οδηγώ κάτω από μπαλκόνια γεμάτα με πολύχρωμα φωτάκια. Μερικές φορές σκέφτομαι κι εκείνον.
  
Βαρέθηκα κάθε φορά που πάω κάπου να εύχομαι να τον δω και ποτέ να μην τον βλέπω.  Βαρέθηκα να ψάχνω αφορμές για να περνώ έξω από τη δουλειά του και τίποτε να μην βρίσκω. Αν ήτανε να γινόταν κάτι θα γινόταν, οι από δω, κάνε κάτι οι από εκεί. Βαρέθηκα.
  
Ξαπλώνω κάτω απ΄τα παπλώματα. Ακούω μουσικές κι ονειρεύομαι.

Προχθές διάβαζα με τα παιδιά διαγώνισμα για την εφηβεία. Και κατάλαβα ένα πράγμα. Η δική μου εφηβεία δεν έχει τελειώσει ποτέ.
                                                                                                                                                                           

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

"Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός*"



Στη μέση του δρόμου πεσμένο ένα παιδάκι και μια γυναίκα να ουρλιάζει από πάνω του. Ουρές τα αυτοκίνητα. Νεύρα για την καθυστέρηση. Προσπεράσαμε βιαστικοί.


Νοέμβρης κι οι γείτονες κάνουν πάρτι στον ήλιο με κοντομάνικα. Αυτούς έχω θέα. Κι ένα χωράφι. Γι΄αυτό ζήλευα πάντα τα μέρη με θέα. Μέτα πήγα σ΄εκείνο το σπίτι πάνω στο ποτάμι*. Και με ξυπνούσαν οι γλάροι.

Φοβάμαι έτσι μην φταίω. Που ξέχασε να χειμωνιάσει. Γιατί τρόμαζα και δεν ήθελα. Να με ξυπνήσετε μετά τις γιορτές, έλεγα. Κι έκανε καλοκαίρι. Με άρωμα μανταρίνι.

Μπουκάλια κρασιού. "Ελλείψει τύχης και διαθέσεως*", Χριστέ μου , κάνε να μην ξυπνήσω πριν τις γιορτές.

[*1 Σεφέρης, *2 Το συγκεκριμένο ποτάμι, φώτο David John Harris *3 Δημουλά]

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Σε μένα

Μη θλίβεσαι.
Απογοητεύσου ήσυχα.
΄Ηρεμα δέξου να κοιτάς σταματημένο το ρολόι.
Λογικά απελπίσου πώς δεν είναι ξεκούρδιστο,
ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος.
Κι αν αίφνης τύχει να σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μη ρηψοκινδυνέψεις να χαρείς.
Η κίνηση αυτή δεν θα' ναι χρόνος.
Θα 'ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή, νηφάλια αυτοεκθρονίσου
από τα χίλια σου παράθυρα.
Για ένα μήπως τ' άνοιξες.
Kι αυτοξεχάσου εύχαρις.
'Ο,τι είχες να πείς,
για τα φθινόπωρα τα κύκνεια,
τις μνήμες, υδρορρoές των ερώτων,
την αλληλοκτονία των ωρών,
των αγαλμάτων τη φερεγγυότητα,
ό,τι είχες να πεις
γι' ανθρώπους που σιγά σιγά λυγίζουν,
το είπες.

Κική Δημουλά




Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

"Κι όλο τρέχω"

Εντάξει δεν υπήρξα ποτέ καλή στον προγραμματισμό. Αλλά πόσο νου χρειάζεται για να καταλάβει κανείς πως άμα τελειώνει μια δουλειά στις 2.30 δεν μπορεί αυτόματα να ξεκινά μιαν άλλη που έχει και απόσταση 20 λεπτά δρόμο. Τέλος πάντων εγώ δεν ξέρω πώς τα κατάφερα, έτσι τα κανόνισα. Νιώθω σαν την τρελή του χωριού. Κάνω πράματα που δεν είμαι συνηθισμένη. Έχει αλλάξει η ζωή μου άρδην κι νιώθω παντελώς χαμένη.
Το σπίτι μου το έχω μετακομίσει μέσα στο αυτοκίνητο, ό,τι βιβλίο θες έχει μέσα, ό,τι ρούχο φανταστείς, θες να βγεις, θες να πας να γυμναστείς, να πας δουλειά και τι παπούτσι να βάλεις, θες φλατ, αθλητικό, γόβες στιλέτο όλα τα χει, πεταμένα μπρος πίσω, μα όλα τα χει.
Τρώω μέσα στο αυτοκίνητο καταλαβαίνεις? Τα ταπεράκια μιας βδομάδας, ποτήρια, μπουκαλάκια με νερό και απορώ, κανείς δεν σκέφτηκε να βάλει μια ντουζιέρα μέσα στο αυτοκίνητο, μια βιβλιοθήκη, ένα κρεβάτι, ένα μάτι, ένα κάτι τέλος πάντων.
Θα σου πω επίσης πως εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν είχα πονοκέφαλο. Πονοκέφαλο είχα μόνο, μα μόνο, αν έκλαιγα πολύ και την μέρα που βλέπω περίοδο και έχει δύο βδομάδες στα διαλείμματα της δεύτερης δουλειάς που τρέχω και πίνω πανατολ, που μπάη δε γουέη εγώ χάπια δεν πίνω.
Και όταν εσύ συζητάς για το Νησί, για την Ελένη την πόρνη και το Μάστερ Σεφ, δεν καταλαβαίνω τι λες γιατί εγώ κοιμάμαι, η ώρα 8.01 βλέπω όνειρο, δεν αντέχω να μείνω παραπάνω.
Ζω ένα δράμα δηλαδής και προσπαθώ να με πείσω πως δε θα είναι έτσι τα πράγματα, απλά χρειάζομαι χρόνο να συνηθίσω. Γι αυτό που λες εχάθην από όλους και όλα, μα πάνω απ όλα από μένα. Είναι κάτι βράδια που οδηγώντας για το χωριό αντιλαμβάνομαι πως όλη μέρα δεν ηρέμησα ούτε λεπτό, όλο έτρεχα, δεν έκανα ούτε μια σκέψη για μένα και παλαβώνω.
Βέβαια τίποτα απ όλα αυτά δε θα χε σημασία αν γυρνώντας στο σπίτι με περίμενε μια αγκαλιά. Τότε όλα θα ήταν όμορφα. Θα ήταν ο κόσμος υποφερτός που λέει και η Σώτη, που τώρα τελευταία όλο και συμφωνώ μαζί της.
Ξέρεις τι άλλο λέει?
Το πόσο αισθάνεσαι είναι το ακριβές μέτρο του πόσο ζωντανός είσαι.



Μόνο τρέχω.
Δεν αισθάνομαι τίποτα. 
          


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Για φαντάσου..

Ήμουν κι εγώ σ΄εκείνες τις εξετάσεις το Σάββατο. Εκείνες που το βράδυ έγιναν πρώτο θέμα στις ειδήσεις για διαρροή των θεμάτων? Εκείνες.  Φόρεσα μια καμπαρτίνα, τυλίχτηκα ένα σάλι, έβαλα ένα καπέλο και γυαλιά ηλίου - μη με αναγνωρίσει κανείς μαθητής μου- και πήγα να δώσω εξετάσεις. Στην τάξη ήμουν εγώ και κάτι εικοσάχρονα αγοράκια κι εκεί που έπαιρνα ανάσα ανακούφισης πως κανείς δε με ξέρει μπαίνει η επιτηρήτρια. Και σκέφτομαι πως οι αμαρτίες που πληρώνω σε αυτή τη ζωή πρέπει να είναι πάρα πολλές.

Θωρεί με κι ενθουσιάζεται. Ελένη?! Δε θέλω να είμαι κακιά. Και προσπαθώ και δηλαδή να δείξω ευσπλαχνία, κατανόηση κάτι τέλος πάντων. Πώς να το θέσω κομψά. Η επιτηρήτρια ήταν συμμαθήτριά μου και δεν την λες και τέρας ευφυίας, κατ' ακρίβεια ήταν η πιο κουσβισσα της τάξης. [Δεν είμαι στ αλήθεια κακιά! Αυτή ήταν κούσβισσα!]

Ελένη έγραψες? Ειλικρινά ένιωθα πως έπιανε το τσεκούρι κι εδία μου πουπάνω. Σ όλη τη διάρκεια των εξετάσεων φανταζόμουν να πετάω τη ρίγα με τόση δύναμη και να την αποκεφαλίζω. Να αρπάζω το μπουκάλι με το νερό και να της το ρίχνω πάνω στο κεφάλι. Να πετάω μαζί μ΄ όλη την τάξη τα γραπτά και να κάνουμε όργια και η συμμαθήτρια να παρακολουθεί αποσβολωμένη  (ομολογώ πως αυτό το σκέφτηκα πιο πολλές φορές από τα προηγούμενα). Τι εφιάλτης ήταν αυτός Θε μου, άσε μου δεν εσταύρωσα άσκηση στα μαθηματικά, μα τι μαθηματικά(?!), έχει 10 χρόνια να δω μπροστά μου κι ετέλειωσα κλασικό και είμαι και φιλολόγα. Και πέφτω και κοιμάμαι και ξυπνώ, άλφα, για να δω στις ειδήσεις πως τα θέματα είχαν διαρρεύσει και βήτα, να διαβάσω αυτό http://silvia-praxitelous.blogspot.com/2010/09/blog-post_22.html .

Μετά μου τραγούδησα περιχαρής.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

"γράψ' ένα σύνθημα στο ασανσέρ"


Αφού εδιάβασα τα σχόλια και τα emails των περασμένων αναρτήσεων [απολογούμαι που δεν απαντώ, μα άμα με παρηγορούν δεν ξέρω τι να λέω κι ευχαριστώ και πάαααρα πολύ για τα emails, πήρα πολλά κι εσυγκινήθηκα ακόμα πιο πολλά, με βοήθησαν πολύ] έκανα ψυχολογικές αναλύσεις ωρών με τους φίλους μου, μίλησα ώρες στα τηλέφωνα, αποφάσισα να πάω σε ψυχολόγο και το ξεαποφάσισα, είδα γενικά κι απόειδα, είπα φτάνει Ελένη μου, δεν πειράζει που είναι Σεπτέμβρης και είσαι πάλι στο πουθενά. Υγεία! Τέρμα η μιζέρια. Κανεί! Ναι? Ναι!

Επίσης επηρεάστηκα πολύ από μια κουβέντα που μου πε η Δέσπω. Άμα, είπε, είσαι μίζερος την εκπέμπεις αυτή την μιζέρια και κυρίως την ελκύεις, γι αυτό πάνε όλα στραβά κι ανάποδα. Ωραία, είπα κι εγώ κι αποφάσισα να σκέφτομαι αισιόδοξα. Η Έλενα επίσης μου είπε πως άμα θέλω κάτι πολύ να σκέφτομαι πάντα πως θα το πετύχω, να μη λέω δλδ αν πετύχω, να λέω θα πετύχω για να παίρνει τα μηνύματα μου το σύμπαν. Ωραία είπα πάλι εγώ κι αποφάσισα να σκέφτομαι και θετικά. Ναι. Υγεία λοιπόν κι όλα θα πάνε καλά. Πολλή ευτυχία λοιπόν έτσι ξαφνικά, άνευ λόγου κι αιτίας.

Επίσης εμένα μου άρεσε ένα αγόρι. Ο Γιάννης. (Το γεγονός ότι χρησιμοποιώ όλων τα αληθινά ονόματα πόσο τρομερό να είναι). Τον είδα πρώτη φορά σε μια γιορτή της δουλειάς. Από μακριά κι απλά σκέφτηκα πόσο τέλειος είναι. Αυτό. Τον ξαναείδα μετά από 2 μήνες στον οργανισμό που δουλεύει, πέρασα έξω από το γραφείο του κι απλά σκέφτηκα πόσο τέλειος είναι. Αυτό. Τρίτη και τελευταία φορά τον είδα πριν λίγο καιρό που μπήκα στο γραφείο του για να κανονίσω κάτι δουλειές με τον προιστάμενο του. Δεν εκατάφερα να κλείσω το στόμα μου. Σκεφτόμουν πόσο τέλειος είναι. Έμεινα καρφωμένη πάνω του, το στόμα μου επίσης έμεινε ανοιχτό, δεν ξέρω αν έτρεχαν και τα σάλια μου πάντως σίγουρα ίδρωσα κι έκανα μουστάκι. Προφανώς ο άνθρωπος αναρωτήθηκε ποιά είναι αυτή που με θωρεί έτσι, γύρισε και με ρώτησε αν είμαι συνάδελφος κι εγώ απάντησα με πολλή καθυστέρηση και τρεμάμενη φωνή πως δεν είμαι (πολύ θα ήθελα για να έπιανα τις λίρες που πιάνει) κι έτσι ιδρωμένη και κατακόκκινη πήρα τα κιτάπια μου κι επέστρεψα στην δουλειά μου. Κι έκανα μετά ένα τεράστιο αγώνα και πάνω από όλα ρεζίλικο αγώνα να μάθω ποιός είναι, πώς τον λένε επιτέλους, διότι σύμφωνα με τις θεωρίες της Έλενας (επιμένω να χρησιμοποιώ τα πραγματικά ονόματα όμως) πρέπει οι στόχοι να είναι συγκεκριμένοι, να ξέρεις ακριβώς τι θες, δεν πρέπει να λες, λέει, θέλω δουλειά, πρέπει να λες θέλω αυτήν την συγκεκριμένη δουλειά. Ναι? Ναι!

Σήμερα, έπρεπε να πάω στον οργανισμό που δουλεύει ο Γιάννης. Ξύπνησα το πρωί, εντύθηκα, εστολίστηκα, έβαλα το δωδεκάποντο, καθυστέρησα και μισή ώρα να πάω δουλειά λόγω του στολίσματος κι όλα αυτά, επαναλαμβάνω γιατί ήξερα πως θα πήγαινα στη δουλειά του Γιάννη. Η οποία δουλειά του Γιάννη μπορεί να εργοδοτεί και πάνω από 500 άτομα και τον Γιάννη επίσης έμαθα πως τον εμετάθεσαν σε άλλο τμήμα που έγώ πια δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συνεργαστώ, μα επήγαινα με βαθιά την πεποίθηση ότι θα έβλεπα τον Γιάννη. Του πούστη, σκεφτόμουν, στις ταινίες μέσα σε ολόκληρη Νέα Υόρκη και πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο κι εδώ ένας οργανισμός και δε θα τον δω κι έχω και την φιλοσοφία σύμμαχο και το σύμπαν και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο που δε συμμαζεύεται. Θα έβλεπα τον Γιάννη!

Και τα είδα όλα. Εκτός από τον Γιάννη. Βεβαίως-βεβαίως.

Ένας σιχαμερός, λοιπόν κύριος μου την έπεσε κανονικότατα, ο οποίος μπορούσε να ήταν παπάς μου. Εσυνέβαινε και δεν μπορούσα να το πιστέψω, δεν μπορούσα να καταλάβω πως εμπορούσε να το διανοηθεί ο γιαξ, ο αηδίας, δεν επίστευα στα αυτιά μου κι εγώ να ντρέπουμαι και να μην μπορώ να πω κάτι, όχι εμπορούσα αλλά hello είμαι εγώ, εγώ ποτέ δε μιλώ, απλά χαζογελώ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανακατευτήκαν τα στομάχια μου, με έφερε σε σημείο να του δώσω το τηλέφωνο μου τάχα να με βοηθήσει για κάτι στη δουλειά κι επέμενα δεν χρειάζεται θα τα βρω μόνη μου, όχι πες, πες μου μόλις μάθω να σου πω που είμαι μέσα στα πράματα. Γιαξ! Ήθελα μόνο να εξαφανιστώ. Τι μου έλεγε ο αηδίας!!! Shock. 

Εγώ σε ασανσέρ δεν μπαίνω κι επειδή κάτι γινόταν στις σκάλες, λέω θα μπω κι ας κλειστώ  εκεί μέσα ώσπου να πεθάνω (όχι δεν είμαι κλινικής μορφής, απλά έχω μερικές φοβίες, κλειστοφοβία, σκοταδοφοβία κι άλλες βέβαια και μερικές εμμονές που δεν είναι της ώρας), απλά όμως ήθελα να εξαφανιστώ. Και στέκομαι μπροστά στο ασανσέρ και δεν βρίσκω το κουμπί να το καλέσω. Λέω δεν γίνεται κάπου εδώ θα ναι. Σκανάρω όλο τον τοίχο, ξεκινώ από πάνω προς τα κάτω, σιγά-σιγά, πουθενά δεν βλέπω το κουμπί που καλείς το ασανσερ. Ορκίζομαι δεν υπήρχε πουθενά το κουμπί. Ορκίζομαι! Και τόσο ήθελα να εξαφανιστώ που περνούσε ένας νεαρός και του έκανα την κορυφαία ερώτηση." Ε. Αυτό δεν είναι ασανσέρ? "Ναι?!" "Εεεε. Και πώς το καλείς?" Ορκίζομαι, έκανα τέτοια ερώτηση. Και ήρθε και μου επάτησε το κουμπί, που ξαφνικά ήταν πάνω στον τοίχο και γιατί δεν το έβλεπα, ας μου πει κάποιος γιατί δεν το έβλεπα κι εξαφανίστηκε ο άνθρωπος κι ούτε που θέλω να ξέρω τι εσκέφτηκε για μένα.

Επέστρεψα στη δουλειά μου σοκαρισμένη, είπα ξανά τον πόνο μου, που τελειωμό δεν έχει - μα βλέπεις προσπαθώ- νευρίασαν  εκεί πέρα και θα πάρουν τηλέφωνο αύριο για παράπονο κι εγώ δε θέλω τίποτε άλλο, ούτε το Γιάννη θέλω, ούτε κανέναν άλλο. Γιαξ! Γιαξ όμως!     

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Μπαμ

         Το κακό με το να είσαι άθρησκος είναι πως μέσα σου ξέρεις πως αυτοί που πρέπει να πληρώσουν για όσα κακά έχουν κάνει δε θα τιμωρηθούν ποτέ. Κι εσύ μένεις έτσι. Ανεξιλέωτος. Αυτό είναι που προσπαθώ να αποδεχτώ αυτές τις μέρες. Πονάει. Μα τα πράγματα έτσι έχουν. Έτσι μου δείχνουν τέλος πάντων.
         Και το χειρότερο. Δεν έχουνε συνείδηση. Όχι οι άθρησκοι, αυτοί που πρέπει να πληρώσουν. Γιατί εντάξει, να μείνεις ατιμώρητος, μέσα σου είσαι ήσυχος? Πώς κοιμάσαι τα βράδια? Είσαι ήσυχος?
Πολλά περιμένω μάλλον από τους ανθρώπους.


         Σήμερα ξύπνησα με μάτια πρησμένα τόσο που δύσκολα μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά. Και το κεφάλι μου πονάει τόσο που νομίζω θα εκραγεί. Θα κάνει μπαμ. Χαμόγελο. Κοιμήθηκα λίγο. Γύρισα 5 το ξημέρωμα. Έβγαλα σανδάλια, σωριάστηκα στο κρεβάτι έτσι ντυμένη και βαμμένη κι έβαλα τα κλάματα. Τέτοιες στιγμές είναι που θέλω να πεθάνω και κάνω μακάβριες σκέψεις και τέτοιες στιγμές κλαίω τόσο πολύ που δεν μπορώ να αναπνεύσω και νοιώθω να πνίγομαι και τέτοιες στιγμές μετά φοβάμαι τόσο πολύ που δε θέλω τίποτε άλλο παρά μόνο να ανασαίνω.


         Η μουσική σταμάτησε, τα φώτα άνοιξαν, οι σερβιτόροι βιαστικά μάζευαν τα ποτήρια από τις φωσφοριζέ γλάστρες, ο κόσμος εξαφανίστηκε. Κι εμείς μείναμε βουβές κι ακίνητες. Να φυσάμε καπνούς τα όνειρά μας. Από το ταβάνι κρέμονται παπαρούνες. Χαμόγελο.


  

         Αρνούμαι να αποδεχτώ το μη νόημα.

    

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Δεκαπενταύγουστος

Από το δωμάτιο στην κουζίνα κι από την κουζίνα στη βεράντα. Ξυπόλητη. Δεκαπενταύγουστος. Τα μάρμαρα καίνε. Έχω ξεμείνει στο χωρίο. Κι ο σκύλος με τρέχει από πίσω. Από το δωμάτιο στην κουζίνα κι από την κουζίνα στη βεράντα. Έχω κάνει πεντικιούρ κι έχω βάλει μάσκα ευκαλύπτου στο πρόσωπο. Μαγείρεψα κι έπλυνα. Διάβασα όλο το Όμικρον του Σεπτέμβρη. Δεν αντάλλαξα κουβέντα με κανένα. Δεκαπενταύγουστος. Έφυγαν όλοι διακοπές κι έμεινα μόνη στο χωριό.

Ανοίγω παντζούρια και μια καυτή αύρα μπαίνει στο δωμάτιο, το δωμάτιο που ώρες πάγωνα. Σκέφτομαι πως δεν έχω λεφτά ούτε για να πεταχτώ στο περίπτερο. Και σκέφτομαι ξανά πως την ζωή δεν είναι έτσι που την ονειρεύτηκα. Μα σκέφτομαι πάλι πως δεν πειράζει. Γιατί σκέφτομαι πως θεωρητικά βρήκα λύση. Η λύση είναι κι ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Ξαναδιαβάζω την πρόταση. Αυτό είναι και το λάθος μου, χρησιμοποιώ παθητικούς χρόνους λες και φοβάμαι την ενέργεια. Δεν είναι μόνος του ο στόχος να επιτευχθεί. Εγώ πρέπει να τον επιτύχω. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν, σήμερα θα εξατμιστώ.

Βγήκα να ποτίσω το χωράφι. Μάζεψα σύκα. Τα βράδια στ΄ αλήθεια δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ξαπλώνω μπρούμυτα κι ακούω την καρδιά μου να χτυπά. Το κρεβάτι τρίζει στον ρυθμό της. Με έχει ξετρελάνει αυτή η απόφαση.
Νιώθω παράταιρη. Με το λουλουδάτο φόρεμα και το καρπουζί χρώμα στα νύχια να ποτίζω πιπεριές και ντοματιές.
Του έστειλα ευχές με μήνυμα. Γέμισα λάσπες. Γυρνώ το λάστιχο πάνω μου, μύρισε χώμα. Απάντηση. Αγάπη μου.. Νευριάζω. Δεν είμαι αγάπη κανενός. Ποτέ δεν ήμουν. Κι ούτε που με νοιάζει. Δεν συμπεριέλαβα κανέναν στο πρόγραμμα.

Δεκαπενταύγουστος, έχει νυχτώσει κι είναι ωραία. Αν δεν με τσιμπούσαν και τα κουνούπια θα ταν πιο ωραία. Δεν έχω κάτι για να περάσω το βράδυ κι έλεγα να γράφω ώσπου να με πονέσουν τα δάχτυλα. Μα μ' έχουν κατατσιμπήσει τα κουνούπια. Σταματώ για να ξυστώ. 
    

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Τεντωμένο σχοινί

Το μαγαζί το κλείσαμε όπως καταλάβατε λόγω απόγνωσης. Κλειδωθήκαμε στο σπίτι μέρες, κλάψαμε τη μοίρα μας, κάναμε πλούσιο το ντιβιντά της γειτονιάς, είδαμε ότι είχε το κατάστημα σε δράμα, σπαράξαμε από τη συμπόνια για τα κακά που περνούσαν οι σταρ, τραγουδήσαμε με όλη τη δύναμη της φωνής μας ψυχοπονιάρικα τραγούδια, χτυπήσαμε το κεφάλι μας στον τοίχο, αναρωτηθήκαμε τι αμαρτίες πληρώνουμε, απορήσαμε γιατί όλων ο τροχός γυρίζει κι εμάς έμεινε με σκασμένο λάστιχο να μας πατά, είδαμε κι απoείδαμε κι είπαμε να σηκωθούμε. 

Δεν είναι ξέρεις να σε βοηθήσει άλλος να σηκωθείς. Ή που θα πάρεις την απόφαση εσύ, θα βρεις τη δύναμη, δεν ξέρω κι εγώ από πού και θα πεις ξαναπροσπαθούμε. Και ξαναπροσπαθούμε. Απλά είναι τόσες οι φορές πια, που ξαναπροσπαθείς χωρίς όμως στην πραγματικότητα να ελπίζεις. Συνήθισες κιόλας την αποτυχία κι η επιτυχία σου ναι ξένη. Είσαι σχεδόν σίγουρος πως απλά θα κάνεις μια μικρή απόσταση σερνόμενος προτού ξανά να πέσεις. Αλλά και τι να κάνεις, να τα παρατήσεις δε σου πάει κι έτσι να μας ξανά στον αγώνα.

Μα να σου πω και την αλήθεια. Άμα βλέπεις πως το πράμα είναι αδιέξοδο, άλλαξε και στόχους. Άλλαξε προσανατολισμό. Αυτό πήρα απόφαση να κάνω. Τα σχεδίασα όλα ξανά από την αρχή, έβγαλα πρόγραμμα και θα το ακολουθήσω. Μα στο λέω. Αν δεν πετύχει πάλι, θα κρεμαστώ. Μετά να ξέρεις να πάρεις το φίλο μου το Χρήστο να με ξεκρεμάσει. Το χει ξανακάνει. Ξέρει. 

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

La hora de la verdad

Σήμερα συμπληρώνω 100 αναρτήσεις και 2 χρόνια παρουσίας στον μπλοκόκοσμο.
Δε θα κάνω κανένα επετειακό λόγο (μην μου ανησυχείς), ούτε καμιά αναδρομή, ούτε κανένα μέτρημα τι πήρα, τι έδωσα. Θα σου πω μόνο πως τώρα τελευταία νοιώθω πως δεν μπορώ να εκφραστώ όπως θέλω. Να πω αυτά που πραγματικά νοιώθω, να κλαφτώ (γιατί τι άλλο θα έκανα) γι αυτά που πραγματικά με απασχολούν.
Δεν ξέρω τι έφταιξε στην πορεία. Ίσως επειδή γνωρίστηκα με καναδυό μπλόκερς, ίσως γιατί οι φίλοι μου ξέρουν και διαβάζουν, ίσως άλλαξε η ανάγκη, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως αυτές τις μέρες έχω την ανάγκη να σου πω πόσο χάλια είμαι και σκέφτομαι που θα σου φανεί μίζερο. Κατακαλόκαιρο. Και δεν πάει. Ούτε μένα μου πάει. Δεν είναι πως κάθομαι και το σκέφτομαι, ούτε το συζητώ, ούτε το αναλύω. Μα το βλέπω.

La hora de la verdad. Στη ζωή μου ολάκαιρη όταν έπεφτα σε καταθλίψεις το έριχνα στα ντιβιντι. Τη χρονιά που έζησα στο Newcastle, τους μήνες του πένθους μου και τώρα τελευταία... δυσκολεύομαι να βρω ταινία που δεν είδα. Δεν είναι πως το σκέφτομαι, πως το αναλύω ή το συζητώ. Μα να, είναι που δεν βρίσκω ταινίες για να δω.

La hora de la verdad. Όπως ακριβώς την ονομάζουν οι Ισπανοί ταυρομάχοι  την στιγμή εκείνη της αλήθειας που κοιτάζονται με τον ερεθισμένο ταύρο κατάματα.

La hora de la verdad. Στη ζωή μου ολόκληρη ό,τι πρόσμενα δεν ήρθε και δεν πέρασε. Όπως ακριβώς το είπε ο Theodore Roethke.

La hora de la verdad.
Αυτό που διαβάζεις, δεν είμαι εγώ.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος

Μ' αρέσουν οι παράξενοι άνθρωποι. Τους βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικούς. Αυτούς που μιλούν λίγο κι έχουν αυτό το βλέμμα που σε ξεγυμνώνει. Αυτούς που είναι τόσο κλειστοί και δεν καταλαβαίνεις ποτέ τι σκέφτονται. Σπάνιοι άνθρωποι.
Τέτοιος ήταν κι αυτός. Συν ότι ήταν και όμορφος. Κοινή παραδοχή. Κι αυτό με παλάβωσε. 
-Είσαι μυστήριος του έλεγα. -Είμαι. Παραδεχόταν. -Και όμορφος. -Είμαι. Και χαμογελούσε.

Στην πρώτη συνάντηση μιλούσα μόνο εγώ. Σκέψου μόνο πως εγώ στη ζωή μου δε μιλώ. Καλά για να εκφράσω συναισθήματα ούτε λόγος. Μα κάποιος έπρεπε να έλεγε κάτι αν δε θέλαμε να την βγάζαμε στα μουγκά. Αυτός άπλωσε στην καρέκλα και με κάρφωσε στα μάτια. Με αναίδεια. Κι εγώ πάλι παλαβωμένη, κοίταζα δεξιά και αριστερά κι έλεγα αερολογίες μήπως σπάσω τους πάγους.
-Γιατί κοιτάς αλλού? ρώτησε με θράσος, επιβεβαιώνοντας την υποψία που είχα πως μόνη μου μιλούσα και μόνη μου τα άκουγα. -Δεν κοιτώ αλλού. -Κοιτάς αλλού! Σε κοιτώ στα μάτια κι εσύ κοιτάς αλλού. -Απλά νοιώθω αμήχανα. -Απλά δεν το αντέχεις!

Έτσι μιλούσε. Κοφτά. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα παραπάνω. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα κατακρίβεια.

Και ρωτούσαν όλοι κι εγώ δεν είχα απαντήσεις. Πώς γίνεται να μην ξέρεις τι συμβαίνει. Δεν καταλαβαίνω. Σοβαρά. Δε μιλά κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω. Και τα ελάχιστα που λέει αμφισβητώ αν είναι αλήθεια. Και τότε τι κάνεις μαζί του? Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως άμα τον ακούω πεταρίζω σαν παιδάκι κι άμα μου λέει να βρεθούμε τα παρατάω όλα, μα όλα και τρέχω σαν την τρελή κι άμα είμαι μαζί του ξέρω πως θέλω να είμαι εκεί και πουθενά αλλού.

Κανείς δεν είναι πρόθυμος να καταλάβει. Κι ακολουθεί το κήρυγμα. Και δεν έχει μέλλον και δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα και χάνεις χρόνο από τη ζωή σου για επιπολαιότητες και δεν αντιλαμβάνεσαι πως απλά παίζει και πόσο τους απογοήτευσα και δεν το περίμεναν ποτέ από μένα και και και... 
Και η ειρωνεία. Η μόνη που δεν είπε τίποτα κι απλά χαμογέλασε συγκαταβατικά ήταν η ξαδέρφη μου, που πέρσι έκανε τα ίδια κι εγώ απλά παπαγάλιζα το πιο πάνω κήρυγμα αρνούμενη να αποδεχτώ την παρόμοια κατάσταση.
Θεέ μου. Ό,τι κορόιδεψα σε αυτή την ζωή το λούστηκα. Θεαματικά.

Την περασμένη βδομάδα πήγα σπίτι του.  Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά πρώτη φορά παρατήρησα τα βιβλία στην βιβλιοθήκη του. Ήταν όλα ψυχιατρικής. Ήταν κι ένα του Μικελλίδη. -Διαβάζεις Μικελλίδη? Ρώτησα. -Είναι τέλειος ο Μικελλίδης είπε. -Ναι είναι τέλειος συμφώνησα, μόνο που νομίζει πως τα χάπια είναι κουφετούες. -Μα είναι για να μας κάνουν καλά..

Αργότερα. Ψάχνοντας μια πετσέτα ανοίγω ένα συρτάρι κι ανάμεσα στις στοίβες των πετσετών αντίκρισα.. κρυμμένο ένα... τσεκούρι. Νομίζω δεν έχω τρομάξει περισσότερο στη ζωή μου. Δεν είπα τίποτα.
Μπήκα στο μπάνιο και το μυαλό μου έπαιζε εκείνη την σκηνή από το Ψυχώ που έκανε μια γυναίκα μπάνιο και της επιτέθηκε μια φιγούρα με μαχαίρι, αλλά αντί για μαχαίρι έβλεπα τσεκούρι.


Τρόμαξα. Τα συνέδεα όλα και τρόμαζα ακόμα περισσότερο. Γιατί ήταν κι άλλα. Γιατί είναι πάντα κι άλλα κι όλα μπροστά στα μάτια μου κι εγώ δεν τα βλέπω. Γιατί δεν τα βλέπω? Και πάντα με απογοητεύω. Ποτέ οι άλλοι. Εγώ.

Πήγα βρήκα τις φιλενάδες μου έξω. Χάπια και κρυμμένο τσεκούρι.. Φέρνουν σφηνάκια. Στο τρίτο έγινα ντέφι. Τρεις ήταν και οι πρώην (ραντεβού μη φανταστείς κάτι παραπάνω) που ήταν εκεί με τα κορίτσια τους όλο γλύκες εκείνο το βράδυ.  Μου κάνετε πλάκα έτσι? Κατέβασα κι άλλα σφηνάκια.

Μέχρι τις δύο το πρωί είχα γελάσει τόσο πολύ και χορέψει τόσο πολύ που ένιωθα πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.




Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Σκέψεις της παραλίας

-Πόσο όμορφη είναι η νέα γενιά!  Και τα αγόρια και τα κορίτσια.

-Πόσο stylish είναι η νέα γενιά. Κανονική πασαρέλα.

-Τα νέα κορίτσια τίποτα δεν τρώνε? Πώς είναι όλες τόσο αδύνατες! Κανονική πασαρέλα.

-Πρέπει να ξεκινήσω γυμναστήριο.

-Παναγία μου, τι κυτταρίτιδα έχει αυτή! Είμαι κι εγώ έτσι?

-Πρέπει να ξεκινήσω γυμναστήριο.

-Αυτής το βυζί είναι σιλικόνη. Καθόλου άσχημο.

-Μια μέρα θα βάλω κι εγώ σιλικόνη και θα κάθομαι κάτω από τον ήλιο, καλή ώρα, εγώ και τα βυζιά μου και θα λιαζόμαστε. Να φυλάξω λεφτά για σιλικόνη.

-Κάποιος να κάνει αυτό το μωρό να σωπάσει. Με ποιά λογική φέρνουν τα βρέφη στην παραλία?

-Ας μου πει κάποιος έναν λόγο που αυτός εκεί είναι με αυτήν. Είναι τυφλός ο κόσμος!

-Πες μου πως δεν φεύγουν αυτοί κι αφήνουν εδώ όλα τους τα σκουπίδια. Ει κύριος!

-Πες μου πως έχω μεγαλύτερο βυζί από αυτήν.

-Πες μου πως έχω μικρότερο κώλο από αυτήν.

-Παναγία μου, γιατί σε αυτό το σημείο έχω τρίχες? Α ρε Αυγούστα όλο μιλάς και να τα αποτελέσματα.

-Είμαι η πιο άσπρη της παραλίας? Είμαι η πιο άσπρη της παραλίας.

-Με εκνευρίζει να βλέπω γυναίκες να παίζουν ρακέτες στην παραλία


-Λατρεύω να βλέπω άντρες να παίζουν ρακέτες στην παραλία

-Ειλικρινά όμως έτσι και έρθει το μπαλάκι τους πάνω μου θα τους το δώσω να το φάνε.

-Τι τέλειο το μαγιό της αυτής, από πού να το πήρε?

-Μα κοίτα τι σώμα έχει αυτός, πόσες ώρες να λιώνει στο γυμναστήριο?

-Πρέπει να ξεκινήσω γυμναστήριο.

-Ευτυχώς που έφερα αυτά τα σαντουιτσάκια μαζί μου, με έσωσαν.

-Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να φάω? Η θάλασσα μου ανοίγει την όρεξη.

-Πρέπει να ξεκινήσω γυμναστήριο.

-Γιατί τουλάχιστον δεν κοκκινίζω ομοιόμορφα? Γέμισα κόκκινες τάτσες!

-Τελικά η Σώτη (Τριανταφύλλου) αποδεικνύεται η καλύτερη παρέα για την παραλία.

-Μισό να γυρίσω από την άλλη.

-Είναι ανάγκη όταν περπατάνε να μου πετάνε όλη την άμμο? Πρόσεχε αγόρι μου.

-Να σε τι χρειάζεται ο γκόμενος, να σε αλείβει αντηλιακό και να τρέχει να σου φέρνει χυμούς κάθε που διψάς. Τώρα τα κάνω όλα μόνη μου.

-Να πάω για βουτιά? Πάω για βουτιά.



Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

"Το καλοκαίρι μου"

Μόνο σ΄εμένα φαίνεται διαφορετικό αυτό το καλοκαίρι? Σαν να μην είναι καλοκαίρι. Είναι δηλαδής καλοκαίρι, αλλά δεν είναι καλοκαίρι καλοκαίρι. Είναι καλοκαίρι λιγο καλοκαίρι. Ναι. Τα βράδια στα μπαρ της πόλης κρυώνω. Πώς να απολαύσω τις παγωμένες μπύρες μου έτσι? Και τις μέρες δηλαδή κρυώνω. Όχι γιατί κάνει κρύο αλλά γιατί κάνει κλιματιστικό κι εγώ δεν το αντέχω το κλιματιστικό. Ναι. Κι αυτή την στιγμή κρυώνω. Παλιοκλιματιστικό! Στο σπίτι δεν το χρησιμοποιώ ποτέ. Αντιθέτως έχω μια αγάπη στους ανεμιστήρες. Αυτοί με δροσίζουν. Αυτοί μου διώχνουν και τα κουνούπια το βράδυ. Και αυτοί μου κάνουν και το μικρόφωνο. Ναι. Μ' αρέσει να τραγουδώ μπροστά από τους ανεμιστήρες. Να ακούω τη φωνή μου να σπάζει "μπανάααακι μανάαααακι, μπανάαααακι μανάαααακι, κουράαααγιο και τελειώωωωωνουν τα παλούυυυκια μανάαααακι". Ναι. Τραγουδώ αισιόδοξα τραγούδια. Μα απορώ πού το χει δει δηλαδής ο στιχουργός πώς τελειώνουν τα παλούκια? Εγώ το μόνο που βλέπω είναι ματαιότητα. Και το μόνο που νιώθω είναι έλλειψη ενδιαφέροντος. Για οτιδήποτε. Ίσως αυτό να ναι τελικά το καλοκαίρι. Όλα ράθυμα. Νωθρά. Άσκοπα. Όλα τίποτα. 

Φίλε, δεν την παλεύω μία.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ας πιούμε

Χτύπησα με δύναμη την πόρτα κι έφυγα. Να πάει στο διάολο του είπα. Κι αυτός και όλοι οι άλλοι. Που μου γέμισαν τον έρωτα σταυρούς. Από κάπου το ξεσήκωσα αυτό. Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά κάπου το διάβασα. Ταίριαζε και το είπα. Μα και να μην ταίριαζε πάλι θα το έλεγα. Σάμπως κι αυτά που έλεγε αυτός ταίριαζαν. Δεν έβγαζα νόημα. Είμαι σίγουρη πως ούτε αυτός. Δεν ξέρεις τι θέλεις. Έλεγα. Κι αυτός φώναζε τις ασυναρτησίες του. Κόκκινος από τη σύγχυση, κάπνιζε με τόσο νεύρο και σκεφτόμουν "τώρα θα με δείρει, τώρα θα με δείρει". Σιγά μην με έδερνε. Μια πρόταση με νόημα δεν κατάφερε να πει και θα με έδερνε. Στεκόταν ολόγυμνος και έκανε χειρονομίες με τα χέρια του, έπιανε το κεφάλι του και μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε.

Δεν βγάζουν νόημα αυτά που λες. Δεν ξέρεις τι θέλεις και να πας στο διάολο. Κι εσύ κι όλοι οι άλλοι. Που μου γεμίσατε τον έρωτα σταυρούς. Έκλεισα την πόρτα κι έφυγα.

Περίμενα να ανοίξει την πόρτα και να τρέξει πίσω μου έτσι γυμνός όπως ήταν και να μου φωνάζει γύρνα πίσω, ξέχνα τα όλα,  μα δεν έτρεξε. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το χωριό. Περίμενα να μου τηλεφωνήσει και να μου πει, πρόσεχε στο δρόμο, ξέχνα τα όλα και ηρέμησε, μα δεν πήρε. Εφτασα στο χωριό και ξάπλωσα, περίμενα να μου έστελνε ένα μήνυμα να μου πει δεν μπορώ να κοιμηθώ, ήταν ένα λάθος, ας το ξεχάσουμε, δεν έστειλε. Σιγά μην έστελνε.
Σουρρεάλ.

Δεν είχα σκοπό να γράψω γι αυτό. Για τίποτα δεν είχα στην πραγματικότητα σκοπό να γράψω. Απλά μπήκα να δω το προφίλ μου. Ήθελα να δω κάπου γραμμένη τη νέα μου ηλικία. Άλλαξε σήμερα. Άλλη μια αφορμή να πιώ. Θα κάτσω κάτω από τα αστέρια, δίπλα στην πισίνα. Τι εννοείς ποιά πισίνα? Και θα πιω ότι υπάρχει στην κάβα. Τι εννοείς ποιά κάβα? Πάω να ξεκινήσω. Έλα κι εσύ ;) 

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Orgasm

Αϋπνίες. Στριφογυρίζω. Αφορμή να με αντιμετωπίσω. Παλιά τέτοιες ώρες ονειρευόμουν. Μετά ήταν η συντριβή της πίστης. Η κατακρήμνιση των σχεδίων. Και το έκοψα. Και τώρα είμαι απλά ρεαλίστρια. Μετρώ τη ζωή μου. Κλείνω τα μάτια. 

Δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα, δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω άντρα...α..α..


Κι ύστερα κοιμάμαι βαθιά.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

"Βυθισμένες Άγκυρες"

Αν μη τι άλλο μετά από τόσες φορές που το πέρασες έμαθες να το αντιμετωπίζεις.
Με δύναμη. Με απάθεια καλύτερα.
Έμαθες να χάνεις. Έτσι όπως έπρεπε εξ αρχής.
Καταλαβαίνεις τι πάει να γίνει πριν γίνει.
Και είσαι ήδη έτοιμη. Τόσο έτοιμη που κάνεις τον άλλο να απορεί. Είσαι τόσο αναίσθητη?
Πού να ξερε.
Καλύτερα που δεν ξέρει. Έχει γοητεία το μυστήριο.
Κάνεις χίλιες άλλες δουλειές. Να παραπλανήσεις. Να παραπλανηθείς.
Αλλάζεις νευρικά τα κανάλια. Παρακαλάς να βρεις κάτι να σ αρέσει. Διαβάζεις τα περιοδικά του Ιούνη και λίγο Νησί που ξεκίνησες.
Έχεις και υποχρεώσεις. Να ταίσεις το ψάρι, να βολτάρεις τον σκύλο, να πας από δω, να πας από κει. Και κανα τηλεφώνημα. 
Το έμαθες καλά πια. Ότι κι αν κάνεις. Όλα θα πάρουν την πορεία που τους γράφτηκε.
Γι αυτό και δεν κάνεις τίποτα.
Ίσως καμιά φορά κανένα όνειρο. Πώς κάποτε κάποιος θα αγαπήσει και σένα.
Και σκάνε τότε βεγγαλικά μέσα στο κεφάλι σου. Να γειωθείς.
Σάμπως και στο τέλος δε θα ακούσεις πάλι τα ίδια, πόσο σπάνια είσαι και πόσο καλή που σου αξίζει το καλύτερο, που δεν θα είναι όμως αυτός, αλλά θα σου ευχηθεί με όλη του την καρδιά να το βρεις.
Θα σου τονίσει πόσο το αξίζεις βεβαίως.
Δύο χρόνια τώρα. 

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

"...τον Μάη θα καυλώσω..."

Αν έπρεπε να φτιάξω μία λίστα με τους καλύτερους μήνες της ζωής μου, αυτός ο Μάιος θα έπαιρνε σίγουρα μια από τις πρώτες θέσεις.
Κι έτσι μ ένα ηλίθιο χαμόγελο και κολλημένο στο μυαλό μου ένα στιχάκι από σύνθημα της ομόνοιας, (αυτό μου κόλλησε στο μυαλό, τι να κάνουμε τώρα) άλλαξα ό,τι μεταφορικό μέσο συνάντησα μπροστά μου -τρένο, λεωφορείο, τραμ, αεροπλάνο, αυτοκίνητο- πέρασα τρείς χώρες και σκέφτηκα με αγαλλίαση πολλές φορές πόσο στ αλήθεια όμορφος ήταν αυτός ο Μάης.
Που τα χε όλα. Και χαρά και πανηγύρια κι έρωτα κι απογοήτευση και νέες εμπειρίες και ταξίδια και δημιουργία και διασκέδαση.
Μέσα στις αμέτρητες σκέψεις που έκανα όλες αυτές τις ώρες που ταξίδευα, ήταν και τι να έγραφα για να μου μείνει στο μπλοκ.
Για το αγόρι του Μάη, για τη Θεσσαλονίκη, για τη Σόφια, για την αγαπημένη μου που έγινε μάνα, το χενς πάρτυ κι άλλα, πολλά άλλα, που έγιναν αυτό το μήνα.
Μα όταν έφτασα στο χωριό και είχα την καλύτερη υποδοχή, όλοι έλειπαν από το σπίτι και με καλωσόρισε -περιέργως γιατί ποτέ δε με χώνεψε αυτό το σκυλί- με τρελά χάδια το Μπουμπούκι-, είδα σε περίοπτη θέση μια πλακέτα, καινούριο απόκτημα του σπιτιού.

Τιμής Ένεκεν

Στον Έφεδρο Τεθωρακισμένο
(το όνομα του παπάκη μου)
της 21 Ε.Αν- Σειράς 1973Β'
Για την Ηρωική Συμμετοχή του στην Αντιμετώπιση
της Τούρκικης Εισβολής,
τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974.

Και πώς μετά να έγραφα κάτι άλλο. Που μου σηκώνεται η τρίχα κάθε που την αντικρίζω.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Σόφια

  

Επιστρέφω την Παρασκευή.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Sex and the village

Αυτός ναι. Ο τέλειος τίτλος για να περιγράψει τη ζωή μου τον τελευταίο καιρό. Βέβαια village δεν πολύ είχε, ούτε οτιδήποτε άλλο βουκολικό να πεις είχε εκτός από μένα βεβαίως-βεβαίως, που είμαι μια χωριατοπούλα, που πάλι χωριατοπούλα εμένα δε με λες. Λες να με λες? Όχι γιατί αν είναι να με πεις θα θιχτώ. 
     Έτσι βρίζω τους μαθητές μου. Με διευκρινίσεις όμως πάντα. "Είστε χωριάτες και δεν εννοώ στην καταγωγή γιατί εγώ είμαι από τα Ακρουδάλια." Που δεν είμαι βέβαια από τα Ακρουδάλια και ούτε που ξέρω που είναι αυτά τα Ακρουδάλια κι ούτε αν υπάρχουν καν ξέρω αυτά τα Ακρουδάλια, το google πάντως δε μου τα βγάζει, αλλά εγώ έτσι λέω και να μην τους νοιάζει.
Γιατί τους νοιάζει άμα συνεχίζουν να μου σπάνε τα νεύρα και τους λέω πως θα δέσω τα βυζιά μου κόμπο? Πώς να δέσω τα βυζιά μου κόμπο, που ναι το βυζί μικρό. Φτωχά ελέη, άδικη κοινωνία, άτιμα γονίδια, ρατσιστή Θεέ, τι να πεις. 
     Το θέμα είναι οι χωριατοκαταστάσεις. Που ούτε πάλι είμαι σίγουρη αν μπορώ να τις χαρακτηρίσω έτσι και λογικά είναι ανορθόδοξο να τις χαρακτηρίσω έτσι, αλλά τις χαρακτηρίζω έτσι. Χωριατοκαταστάσεις.  
     Και μετά είναι και το σεξ. Εδώ είναι που κολλάνε οι χωριατοκαταστάσεις. Που δεν έχω όρεξη να συζητήσω εδώ. Πουθενά δεν έχω δηλαδής όρεξη να τις συζητήσω. Και δεν έχω και όρεξη να τις σκεφτώ. Και καμία διάθεση να χαλαστώ για ό,τι έγινε.
     Θέλω μόνο να έρθει η Πέμπτη. Το πρωί να δώσουμε Παγκύπριες και το απόγευμα να πάρουμε το αεροπλάνο και να φύγουμε από δω πέρα. 
   

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

"Μέρες Αδέσποτες"

Αυτές οι μέρες είναι όμορφες.
Και οι νύχτες το ίδιο.
Έχουν συνοδεία μουσική ethnic jazz, όπως αυτήν που έπαιζαν τα αγόρια χθες βράδυ στο Vinyl.
Έχουν συνοδεία γέλια γάργαρα, όπως αυτά του Μαρτά που καθόταν πίσω μου τις προάλλες στο Sleuth.
Έχουν συνοδεία δεκάδες φωτογραφίες με νύφες όπως αυτές που βγάλαμε, Σάββατο και Κυριακή στολισμένες σαν λατέρνες, ανταλλάσοντας ευχές.
Και στα δικά σας.
Και το τελευταίο τηλεφώνημα με την αγαπημένη μου. Κλείνω βαλίτσα και κάθομαι και περιμένω να με πιάσουν οι πόνοι.

Μου φαίνονται όλα αλλόκοτα. Κι έφτασα να απορώ.
Γιατί τόσο καιρό έδινα σημασία στα ερείπια?

Αυτές οι μέρες είναι όμορφες.
Και οι νύχτες το ίδιο.
Περπατάμε στα πάρκα της πόλης.
Μου λες να ανοίξω τα χέρια, να κλείσω τα μάτια, να νιώσω ελεύθερη.
Αμηχανίες. Και νιώθω ελεύθερη.
Κλείσε τα μάτια και θα σε οδηγώ εγώ, νιώσε μόνο τον αέρα.
Και νιώθω μόνο τον ιδρώτα. Να κυλάει.
Ξάναμμα.

Αλήθεια, γιατί τόσο καιρό έδινα σημασία στα ερείπια?

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Οι 15 δικές μου Απριλιάτικες εμμονές

1. Ο Καβάφης του Θάνου Μικρούτσικου.

2. Ο ανθισμένος κήπος στο σπίτι στο χωριό. Χρώματα, αρώματα, (άσε τα καμώματα).

3.  Τα γαλάζια μάτια του γυμναστή που  αντικρίζω κάθε απόγευμα.

4. Τα παγωτά του Καλοπέσα. Μαστίχα, Μούρα, Καραμέλα. Όλα! Όλα!

5. Ο "Λονδρέζος ξάδερφος" που με ανακάλυψε στο facebook και οι ώρες που περνούμε στο chat.

6. Οι σαλάτες του Seven Lounge τα μεσημέρια της Παρασκευής κάτω από τον ήλιο.

7. Οι μεσημεριάτικοι καφέδες του Σαββάτου στο Coffee Way με τις αγαπημένες μου.

8. Τα μεσημέρια της Κυριακής στο Aperitivo για την Ομόνοια.

9. Το Ράδιο Αρβύλα και κυρίως τα μπράτσα του Αντώνη Κανάκη (και τα ανέκδοτα του Στάθη).

10. Το Τέσσερις του Παπακαλίατη και ειδικά ο Πάνος Μουζουράκης.

11. Τα vintage φορέματα του Flashback. 

12. Το ροζ lipstick της Yves Saint Lauren.

13. Το Fiat 500 που είναι γεμάτη η βιτρίνα της Fiat στην Γρίβα Διγενή. Ειδικά το ροζ! 

14. Βόλτες με το αυτοκίνητο τα απογεύματα για να ακούω Τάσο Τρύφωνος και Μαργαρίτα Δρούτσα στο Love radio.

15. Nα βρω ένα άτομο να με κάνει επιτέλους να γελώ.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Το έχω ξαναδεί το έργο

Όταν είναι Παρασκευή και είσαι χαρούμενος που είναι Παρασκευή κι έρχεσαι δουλειά γιατί είναι Παρασκευή και όχι Κυριακή, μα δεν έχεις τίποτα να κάνεις γιατί είναι Παρασκευή και δουλεύεις εδώ που δουλεύω εγώ όπου η Παρασκευή είναι Κυριακή, τι κάνεις?
Να σου πω εγώ τι κάνεις.
Σκέφτεσαι τα χόμπι σου και ποιά μπορείς να κάνεις στο γραφείο. Να ζωγραφίσεις λοιπόν δεν μπορείς, να πας ποδηλατάδα δεν μπορείς, να κάμεις σμιλί δεν μπορείς, μπορείς όμως να γράψεις στο μπλοκ σου και λες οκ ας γράψω.
Μα έμπνευση δεν έχεις για να γράψεις και κάθεσαι και γράφεις τότε παπαριές. Διότι ξέρεις ήδη καλά από την πείρα των 27 σου χρόνων ότι από το τίποτα οι παπαριές είναι καλύτερες. Γενικά ξέρεις πως οτιδήποτε εκτός από το τίποτα είναι καλύτερο από το τίποτα. 
Ακόμα και ο πόνος είναι καλύτερος από το τίποτα. Τουλάχιστον όταν πονάς έχεις έμπνευση να γράψεις. Με το τίποτα τι κάνεις? Τίποτα δεν κάνεις. Κι εσύ έτσι επιλέγεις συνειδητά την  παπαριά από το τίποτα.
Κι επίσης είχες βάλει σε εφαρμογή ένα άλλο σχέδιο. Για την έμπνευση. Είχες επιλέξει να εστιάσεις στα γαλάζια του μάτια. Μπας και τα ερωτευτείς. Για την έμπνευση. Και χθες το βράδυ που ξυπνούσες κάθε μια ώρα τα σκεφτόσουν. Και ένιωθες μόνο αγαλλίαση. Που υπάρχουν. 
Το ξέρεις το έργο, το χεις δει πολλές φορές και το χεις μπουχτίσει.
Αυτό θα σκέφτεσαι, όταν θα σου πετάει τα μάτια αυτός με τα μακριά μαλιά κι εσύ θα πιέζεσαι να τα κλείσεις για να ονειρευτείς ξανά τα γαλάζια μάτια.   

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

"Πέντε, δέκα, δεκατρείς φωτιές"

Με τίποτα δεν ξυπνούσα σήμερα. Δευτέρα γάρ εστιν.
Μετά από 40 λεπτά κουδουνίσματος του ξυπνητηριού κατάφερα κι άνοιξα το δεξί μου μάτι.
Κι αντικρίζω ένα ποντικάκι. Ναι. Ένα ποντικάκι. Από αυτά τα γκρίζα, τα χνουδωτά και την ουρίτσα.
Σημειώνω πως έχω τέσσερις βαθμούς μυωπίας και είμαι από εκείνα τα σπαστικά άτομα που κοιμούνται με τα γυαλιά μυωπίας δίπλα τους και ξυπνώντας τείνουν στα τυφλά χέρια και ψαχουλεύουν να τα βρουν. 
Δηλαδή δε θωρώ ίντσα χωρίς τεχνητή υποστήριξη.
Το ποντικάκι όμως το είδα.
Γι' αυτό και υποψιάζομαι πως δεν ήταν ποντικάκι. Μικρό, χαριτωμένο, Τόμ και Τζέρικο. Θα ήταν καλοταισμένος γιγάντιος ποντικός.
Και ήταν μέσα στο δωμάτιο μου. Δίπλα από το κρεβάτι μου.
Κι έτσι σηκώθηκα βρίζοντας.

Δε συνεννοούμαστε Θεέ μου.
Χθες βράδυ όταν προσευχόμουν για έναν άντρα με ποντίκια, δεν είναι αυτό που εννοούσα.
Δύο σε ένα τα ήθελα. Βιτάλ Σασούν.
Τι μου τα στέλνεις μόνα τους τα ποντίκια, τι να τα κάνω, τι, τι? Κι έχει από το πρωί που σπάζω το κεφάλι μου αν έχω βάλει εμβόλιο για τύφο.
Μου κάνει πλάκα ο Θεός έτσι. Με τιμωρεί που δεν εκκλησιάστηκα το Πάσχα. Δεν εξηγείται διαφορετικά.
Έβαλα φάκα από το πρωί και είναι άδεια. Κάνει βολτίτσες άρα ακόμα μέσα στο δωμάτιο μου ο Μίκυ.
Κι έφτασε η ώρα που θα πάω κι εγώ για ύπνο. Να θυμηθώ να βάλω σλιπάκι. Θα έχω συγκάτοικο απόψε.
Εντάξει δεν μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη...

Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. (Το άσχετο). Επειδή τα Θεία εκεί πάνω δε μου δίνουν πολλή σημασία εμένα, ζητώ χείρα βοηθείας από σένα. Μια προσευχή. Για μένα. Με επιλογές εναλλακτικές. Ό,τι σου είναι πιο εύκολο.

Θες να παρακαλέσεις, -πώς η άλλη φίλησε το βατράχι κι έγινε πρίγκιπας,- να φιλήσω κι εγώ το ποντικάκι και να γίνει πρίγκιπας? Δε σου αρέσει? Να μη γίνει πριγκιπόπουλο το ποντικάκι. Να γίνω εγώ Μίνι Μάους! Δεν πειράζει, ας είναι. Να γίνω ποντικούλα, Μίνι Μάους -και πάλι θα χω φιόγκο στο κεφάλι-. Ε?
Προσευχήσου εσύ στο Θεό για μένα και από μένα ότι θες, που να μου κόβει σχόλια και σου δίνει χρόνια (P). 

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

"Ψάξε για τη γυναίκα μέσα στο φόρεμα"

Έχω παραλάβει πακετάκι σήμερα από το asos και είμαι χαρούμενη. Τόσο χαρούμενη που μόνο το shopping και το σεξ με  άντρα που αγαπώ με κάνουν. Κι επειδή το δεύτερο αμυδρώς το θυμάμαι πια, έχω δώσει στο πρώτο να ανάψει. Γιατί μπορεί να είμαι νευρική, μίζερη, σνομπ, αγάμητη και ιδιότροπη χαζογκόμενα, πάνω από όλα όμως είμαι εξαιρετικά σικ. Και τέτοιες περιόδους σαν αυτές, -ξέρετε που μπαίνει το καλοκαίρι και πρέπει επομένως-, εννοείται-εννοείται, να ανανεωθεί η γκαρνταρόμπα μας, είναι λατρεμένες. Τα θέλω όλα και δε συμφέρω καθόλου. Κι έτσι τα απογεύματά μου τα περνώ, σουλατσάροντας πάνω κάτω στα καταστήματα, ανακατώνοντας sites στο ίντερνετ και μετροφυλλώντας περιοδικά μόδας. Κι όχι κανένα απόγευμα δεν μου πέρασε από το μυαλό πού βαδίζει αυτός ο τόπος, η οικονομική κρίση ή το τεραστίων διαστάσεων δάνειο μου. Εντάξει, κάποιες φορές, για να λέμε την αλήθεια, είναι μια τυψούλα που δειλά κάνει να εμφανιστεί κι ακούει τις απίστευτες φωνάρες μου, "Ξέρεις εσύ ηλίθια τύψη πόσο καιρό έχει να με αγγίξει άντρας, ξέρεις (????) και θες να εμφανιστείς!!!!" Σκάζει η τυψούλα και βγαίνει ωραιότατα η βίζα μου χαμογελαστή.

Θα κάνω αναφορά στη μόδα λοιπόν. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα θα δώσω.

Είναι Σάββατο απόγευμα και μόλις έχω αγοράσει φανταστική πανώμεση φουστίτσα, μέχρι το γόνατο για τη δουλειά. Πάω στη Μαρία, φορώ τη φουστίτσα για να της την δείξω και σαν κάνω εγώ στροφές χαρωπή και η Μαρία χειροκροτεί εκστασιασμένη μπαίνει στο δωμάτιο ο αδερφός της, σούπερ ντούπερ γκομενάκι και ρωτώ ενθουσιασμένη -"Χρήστοοοο, πώς σου φαίνεται η φούστα μου?" -"Απαίσια" -"Ε?!@!" -"Σοβαρά σου μιλώ, δε μου αρέσει καθόλου" -"Μα είναι υπέροχη και η τελευταία λέξη της μόδας" -"Βλακείες. Εμένα να ακούς. Εγώ δε θα πλησίαζα ποτέ κάποια με τέτοια φούστα".

Παράδειγμα νάμπερ τού. Είναι Χριστούγεννα του 2008 και ετοιμάζομαι να πάω σε γιορτή, βάζω κάτι απλό και απέριττο και ολοκληρώνω την εμφάνιση μου με εκπληκτική καπελαδούρα που κουβάλησα από τας Αθήνας, με φτερά παγωνιού και για την οποία ήμουν πολύ περήφανη. Κάνω να βγω από το δωμάτιο και στην κουζίνα πετυχαίνω τη μάνα μου -"Που πας έτσι σχέδιο?" -"'Ετσι σχέδιο?!" -"Χριστούγεννα έχουμε όχι καρναβάλια" -"Καρναβάλια?!"

Για τα παραδείγματα αυτά, λαμβάνουμε ως δεδομένα: α) οι γνώσεις μου για τη μόδα είναι αδιαπραγμάτευτες β) η μάνα μου δεν έχει ιδέα από μόδα και ούτως ή άλλως η άποψη της  μας είναι πλήρως αδιάφορη γ) την άποψη του τεκνού, την γενικεύουμε αυθαιρέτως  αλλά με βαθιά την υποψία πως σωστά πράττουμε. 

Οι άντρες λοιπόν, δεν εκτιμούν/καταλαβαίνουν/αναγνωρίζουν καθόλου τις γνώσεις, τον κόπο, το χρήμα που σπαταλώ εγώ και οι όμοιες μου για τη μόδα. Δηλαδή η βάτα στο σακάκι, τα τρουκς στη μπλούζα, το ξυμένο και κρεπαρισμένο μαλλί και το παραφουσκωμένο μανίκι του φορέματος, μάλλον γελοία τους φαίνονται παρά κουλ. Άρα μήπως η μόδα είναι εμπόδιο στις σχέσεις? Είναι σοβαρός ο προβληματισμός μου, δεν είναι επιπόλαιος. Και το ξέρω σίγουρα πως αν δεν λειτουργεί αρνητικά, σίγουρα δεν λειτουργεί θετικά, αδιάφορα μπορεί. 
Η αδερφή μου μου το επαναλαμβάνει συχνά "Τι τις αγοράζεις αυτές τις στολές παιδάκι μου, κανένας δεν τις προσέχει." Κι εγώ από συνήθεια έμαθα και παπαγαλίζω ένα "Σιγά, για μένα ντύνομαι, για τους άντρες  γδύνομαι." Βλακείες ξέρετε, από αυτές που παρηγορούμαι μόνη μου, γιατί πολύ θα ήθελα να άρεσα σε κάποιον, [όχι στον συγχωριανό μου τον φόκλιφ, ούτε στον Χάσσαν τον Αιγύπτιο, ούτε στον πρώην μου τον παντρεμένο -που σηκώνει ανάρτηση, αλλά έχει χάρη που είμαι καλός άνθρωπος-, ούτε σε αυτόν που μου προξενεύει η Ντίνα (αυτοί οι 4 είναι οι κατακτήσεις μου)-] άλλον, πολύ συγκεκριμένον άλλον, αλλά τι να κάνεις.. πόσες παρακλήσεις πια, κοψομεσιάστηκα η φασιονίτσα.

Τέλος πάντων, το χω παράπονο, γιατί αγαπώ τη μόδα. Όχι αυτό το πράμα που ντύνονται όλοι το ίδιο. Αλλά αυτό που έχει φαντασία και αρχιτεκτονική. Κι όσο κι αν λένε, εγώ θα συνεχίσω να κυκλοφορώ με τους φιόγκους στο κεφάλι και δε με νοιάζει τίποτα.

Δε μου δίνεις που δε μου δίνεις σεξ βρε παλιοκοινωνία, αν δε μου δίνεις και μόδα εγώ πώς θα επιβιώσω?

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Από το γραφείο


Στο γραφείο έχει δύο εβδομάδες, δεν κάνω τίποτα. Δεν έχει δουλειά. Κάθομαι και βλέπω αυτή την οθόνη, πόση ώρα (?), και δεν ξέρω τι να κάνω. Έλεξα τα emails μου, διάβασα το yupi, το τροκτικό, μπήκα στο facebook, στο twitter μου, μα η ώρα δεν περνά. Βαριέμαι να διαβάσω τίποτε σοβαρό και να γράψω κάτι της προκοπής. Θέλω να πω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι.
 Έβαλα και καφέ. Τον περιμένω.
Περνούν οι συνάδελφοι, που κι αυτοί κόβουν φλέβες, μα βαριέμαι να τους μιλώ. Πώς γίνεται αυτοί να είναι πάντα ορεξάτοι? Εγώ σπάνια. Με συνήθισαν όμως νομίζω έτσι που είμαι όλο νεύρα και κοιμισμένη.
Συνάδελφος 60 χρονών μπαίνει το πρωί στο γραφείο, μέσα στη χαρά, -Καλήμέρα!!. -Ναι, είπα κι εγώ με χίλια ζόρια, καλά είσαι? -Μια χαρά ευτυχισμένος. -Ωραία λέω. -Εεεε, άμα δουλεύει το εργαλείο είναι όλα τέλεια. Αυτό σημαίνει πως έκαμε sex με την γκόμενα του, -όχι με τη γυναίκα του-. (Μεγάλη ιστορία κι αυτή με την γκόμενα του Κωστή. Να δεις τις συναδέρφισσες μου να παρακολουθούν τον Κωστή για να μάθουμε αν είναι καλή η γκόμενα του...ιστορίες για αγρίους και να πεθαίνω στο γέλιο. Τελικά είναι μια φτανή 35άρα. Αλλά αν δεν ήταν φτανή θα πήγαινε με τον Κωστή? Κι αυτή παντρεμένη με 3 παιδιά.) Ανακατώνεται το στομάχι μου κάθε φορά που έρχεται και λαλεί μου τα κατορθώματά του.
Μ' αρέσει που οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι με απλά πράματα. Προχθές που καθόμασταν στο seven με τον Αντρέα την ίδια δήλωση έκανε "Είμαι ευτυχισμένος, με αυτόν τον ήλιο και την μπύρα μου, δε θέλω τίποτε άλλο". Κι έμεινα παλαβωμένη και τον έβλεπα.
Το ίδιο και ο Χάρης. Τι ευτυχισμένος που είναι κάθε Κυριακή μετά τη νίκη της Ομόνοιας δε λέγεται. Λάμπει. 
Τώρα που είπα Ομόνοια, θυμήθηκα πως πρέπει να πάω να πάρω εισιτήριο για τον αγώνα της Κυριακής. Με πήραν τα παιδιά χθες τηλέφωνο, μήπως και ξεχάσω, -Ο,τι και να γίνει πρέπει να πας! -Μα έχω βάφτιση. Δε με αφήνουν να μην παω. Τι γέλια κάνω. Θεωρούν πως είμαι το γούρι της Ομόνοιας. Ό,τι αγώνα είδα φέτος η ομάδα νίκησε. Με βάζουν σε συγκεκριμένη θέση, μου κρεμάνε κι ένα κασκόλ της Celtic (!) και μετά η Ομόνοια νικά. Το τι μηνύματα παίρνω στο κινητό μου τις Κυριακές πριν τους αγώνες, δε θέλετε να ξέρετε. Τι προσφορές έχω για να μου αγοράσουν εισιτήριο για τα play off, τι θα ζητήσουν επίδομα από τον Μιλτιάδη να μου δίνει για την προσφορά στην ομάδα, τι θα με βάλουν στη φιέστα να χορεύω μέσα στη μέση του γηπέδου και τι άλλα κουλά μου λένε δε λέγονται. Αφού, ειλικρίνα αν πάω στο γήπεδο κι αντί για Ομόνοια φωνάζουν Ελένη δε θα μου φανεί περιέργο.
Αυτά.
Χαρά που είναι Παρασκευή.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

"Κι εχώ μια θλίψη"

Χθες το βράδυ ξάπλωσα με μια ευχή. Να κοιμηθώ και να μην ξανα ξυπνήσω.

Λες και με άρπαξες και με βούτηξες μέσα σ' ένα δοχείο με θλίψη. Παρασκευή Μεγάλη. Με ποιό δικαίωμα? Το βράδυ έκανα εμετούς τον πόνο μου. Πλυντήριο ρούχων το στομάχι μου όλη μέρα. Οι αρτηρίες μπουκωμένες με πένθος. Το μυαλό είχε βιδωθεί με τρυπάνι πάνω σας. Σας φανταζόμουν μαζί. Να πίνετε καφέ. Κι έκανα εμετό.

Έτσι με βρήκε το βράδυ, να κάνω ευχές. Που δεν πιάνουν.

'Ηθελα μόνο μια βόλτα στη θάλασσα. Μια σπιτική παγωμένη λεμονάδα. Μια συναυλία του Χρήστου. Ένα παγωτό γιαούρτι στο κατάστρωμα. Ήθελα κι εγώ εκείνο το αστεράκι ταττού που έχουν όλες στον καρπό. Ποδηλατάδα ανάμεσα στις πασχαλιές. Λουλουδάτα φορέματα και ξύλινα πέδιλα. Μια αγκαλιά.

Το βράδυ τα ξέρασα όλα. Δεν ήθελα τίποτα. Μόνο να κοιμηθώ και να μην ξαναξυπνήσω.

Ώρα εβδόμη πριν το μεσημέρι. Ξυπνητήρι. Ημερομηνία σημερινή.
Η ζωή κυλάει καρδούλα μου, ε?
Και γελάς περιπαιχτικά.