
Το χειρότερό μου άμα βγαίνω έξω είναι να πετυχαίνω παλιούς γνωστούς. Γνωστούς από το σχολείο, το χωριό, τα Πανεπιστήμια που έχει διακόσια χρόνια τούρκικα να δω. Άμα τους καταλάβω πρώτη, φροντίζω να κρύβομαι πίσω από μενού, να μπαίνω ολόκληρη στην τσάντα μου και να κάνω πως κάτι ψάχνω, να αρπάζω κανένα από δίπλα να φιλώ. Δεν είναι πως δεν χαίρομαι να βλέπω τα πλάσματα, δεν χαίρομαι να ακούω νέα τους, πως προχωρούν κι ευτυχούν. Είναι πως μετά από αυτή τη χαρά θα ακολουθήσει εκείνο το ΕΣΥ? Κι εγώ?
Κι εγώ εδώ. Χωρίς καμιά δουλειά της προκοπής, χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς άντρα. Αυτή είναι η περίληψη της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι είναι το περιεχόμενο της ζωής μου. OMG!!!
Αυτό το εν επέτυχα τίποτε στη ζωή μου εκόλλησε σαν σφήνα από χθές στον εγκέφαλό μου. Είπα να το συζητήσω με την Ελένη σαν επαίζαμε μπιρίμπα. Άσε, μου λέει, γιατί αν κάτσω να σκεφτώ τι έχω κάνει εγώ στη ζωή μου θα πρέπει να αυτοκτονήσω. Κι έτσι έμεινε ασυζήτητο. Μετά πήγα να το συζητήσω με τον Χάρη που με ξεπέταξε "'Εκαμες μου τα φράππες, μια χαρά είσαι. Παοκάρα Ελένακι μου, είναι το πιο ωραίο ΣΚ, ενίκησε η Παοκάρα και Ομόνοια σhύλλα ρεε!" Του΄πα να πάει να βρει καμιά γκόμενα και πήγα στα κορίτσια. Εκεί δεν τολμώ να κλαφτώ. Την μιζέρια μου την έχουν απαγορεύσει. Τρώμε μαρουλόφυλλα και συζητάμε για το φόνο, κανονίζουμε διακοπές κι αναλύουμε σχέσεις. Δεν ξέρω γιατί, έτσι που μας έβλεπα, είχα μια τεράστια ανάγκη να τις αγκαλιάσω και να τους αφιερώσω Χαρούλα.
Πάντα γι' άλλα μιλάμε
πάντα γι άλλους μιλάμε
έτσι δεν πονάμε
έτσι ξεχνάμε.
Κι έτσι και το εν επέτυχα τίποτα στη ζωή μου δεν συζητήθηκε ποτέ. Και το πρωί σήμερα ξύπνησα μέσα στο άγχος και τον πανικό. Μισώ το τούτο το συναίσθημα. Τούτο το what's the point. Και πληθαίνουν γαμώτο μου τα πρωινά που έχουν αυτό το συναίσθημα. Γίνεται να μην υπάρχει νόημα? Κι αν υπάρχει πούντο?