Στη μέση του δρόμου πεσμένο ένα παιδάκι και μια γυναίκα να ουρλιάζει από πάνω του. Ουρές τα αυτοκίνητα. Νεύρα για την καθυστέρηση. Προσπεράσαμε βιαστικοί.
Νοέμβρης κι οι γείτονες κάνουν πάρτι στον ήλιο με κοντομάνικα. Αυτούς έχω θέα. Κι ένα χωράφι. Γι΄αυτό ζήλευα πάντα τα μέρη με θέα. Μέτα πήγα σ΄εκείνο το σπίτι πάνω στο ποτάμι*. Και με ξυπνούσαν οι γλάροι.
Φοβάμαι έτσι μην φταίω. Που ξέχασε να χειμωνιάσει. Γιατί τρόμαζα και δεν ήθελα. Να με ξυπνήσετε μετά τις γιορτές, έλεγα. Κι έκανε καλοκαίρι. Με άρωμα μανταρίνι.
Μπουκάλια κρασιού. "Ελλείψει τύχης και διαθέσεως*", Χριστέ μου , κάνε να μην ξυπνήσω πριν τις γιορτές.
[*1 Σεφέρης, *2 Το συγκεκριμένο ποτάμι, φώτο David John Harris *3 Δημουλά]